Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 178/2005 Εφετείο Δωδεκανήσου

178/2005 ΕΦ ΔΩΔ (381248)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αναπροσαρμογή μισθώματος επί παλαιάς παρατεινομένης αναγκαστικά εμπορικής
μισθώσεως ακινήτου, ανήκοντος σε Ισραηλητική Κοινότητα. Ελλείψει σχετικής
συμφωνίας, η αναπροσαρμογή γίνεται κατά νόμο είναι δε απαιτητή από την
κοινοποίηση έγγραφης οχλήσεως προς το μισθωτή. Παθητική νομιμοποίηση του
μισθωτή – Δημοσίου για τη συνέχιση της δίκης, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης
απόφασης, καίτοι, κατά την εκκρεμοδικία, υπεισήλθαν αυτοδικαίως οι
Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του
Δημοσίου, δυνάμει του σχετικού οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας των Ν.Α.
Πενταετής η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ και περιστατικά
διακοπής αυτής.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 178/2005

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, Πρόεδρο
Εφετών, Νικόλαο Καραδημητρίου και Σπυριδούλα Μακρή-Εισηγήτρια, Εφέτες και τη
Γραμματέα Αικατερίνη Διακοκολιού, δικαστική υπάλληλο του Εφετείου
Δωδεκανήσου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 14η Ιανουαρίου 2005,
για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:

Της εκκαλούσας: ……………………………………….. που
εδρεύει στη Ρόδο, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο
διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Φιλιππάκου.

Του εφεσιβλήτου: τελούντος σε αδράνεια Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
«……………….», που εδρεύει στη Ρόδο, το οποίο παραστάθηκε στο
Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Καραμιχάλη.

Το εφεσίβλητο άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου την από 3-12-2001
και με αριθ. εκθ. κατ. 302/14-12-2001 αγωγή του. Το Δικαστήριο εκείνο με την
υπ` αριθμ. 200/2002 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των
διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη άσκησε στο
Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν την ένδικη από 14-3-2002
και με αριθ. εκθ. κατ. 70/17-3-2003, έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε
στη Γραμματεία του Δικαστήριο τούτου με αριθ. εκθ. κατ. 101/17-3-2003, για τη
συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα στο πινάκιο ορίσθηκε δικάσιμος, μετ`
αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε
νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη με αρ. εκθ. κατ. 70/2003 (αρ. κατ. Εφετείου 101/2003) έφεση
της εναγομένης κατά της υπ` αριθ. 200/2002 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται
για την επίλυση των διαφορών παράδοσης ή απόδοσης μισθίου (άρθρα 648-661
Κ.Πολ.Δ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα {(επίδοση της εκκαλουμένης
απόφασης στις 28-2-2003- κατάθεση έφεσης στις 17-3-2003) βλ. άρθρα 495 παρ.
1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β, 516 παρ.1, 517 παρ.1, 652 παρ.1
Κ.Πολ.Δ}. Επομένως, φερομένη νομίμως στο δικαστήριο τούτο που είναι αρμόδιο
για την εκδίκασή της (αρ.19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να
ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο
533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).

ΙΙ. (Α) Με την από 3-12-2001 (αρ. εκθ. κατ. 302/2001) αγωγή της ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου η ενάγουσα ………………………..
ισχυρίστηκε ότι με σύμβαση που συνήψε στις 30-4-1961 με το Ελληνικό Δημόσιο,
νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον τότε ……………………………. ,
εκμίσθωσε σ` αυτό για χρονικό διάστημα πέντε ετών (1-4-1961 έως 30-3-1966)
αντί μηνιαίου μισθώματος 1000 δρχ. το περιγραφόμενο σ` αυτήν (αγωγή) ακίνητο
ιδιοκτησίας της, εμβαδού 325 τ.μ. το ισόγειο, 325 ο πρώτος όροφος και 90 τ.μ.
η αυλή (ακάλυπτος χώρος), κείμενο στην οδό Κ. αριθ. .. της Παλαιάς Πόλης
Ρόδου, προκειμένου να στεγαστεί σ` αυτό το 10ο Δημοτικό Σχολείο Ρόδου, ότι
μετά τη λήξη του άνω μισθωτηρίου η μίσθωση παρατάθηκε σιωπηρά μέχρι σήμερα με
καταβαλλόμενο μίσθωμα από τον Απρίλιο 1986 εκ δρχ. 19.000, ότι από την
τελευταία αναπροσαρμογή του μισθώματος στο ποσό των 19.000 δρχ. που έγινε τον
Απρίλιο 1986 επήλθε σημαντική αύξηση της μισθωτικής αξίας σύμφωνα με το
νόμο, ότι στις 30-6-1993 κατ` ενάσκηση δικαιώματός της (βάσει των διατάξεων
του άρθρου 5 παρ.2 του Ν.813/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του
Ν.2041/1992 και αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 71 παρ. 1 του Ν.2065/1992)
κοινοποίησε στο μισθωτή Δημόσιο εξώδικη δήλωση και πρόσκληση με την οποία του
γνωστοποιούσε ότι το καταβλητέο μίσθωμα ανέρχεται από 1-7 έως 30-11-1993 στο
ποσό των 38.000 δρχ., από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό των 127.544 δρχ.
και από 1-7-1994 και εφεξής στο ποσό των 217.089 δρχ., ότι παρά ταύτα, αν και
επανειλημμένως όχλησε το Δημόσιο, αυτό δεν κατέβαλε το αναπροσαρμοσθέν κατά
νόμο μίσθωμα και γι` αυτό άσκησε εναντίον του την από 16-2-1996 αγωγή με την
οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το νόμιμο μίσθωμα ανέρχεται στα ανωτέρω ποσά
και να υποχρεωθεί αυτό (Δημόσιο) στην καταβολή των άνω ποσών, ότι η αγωγή
αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την 244/5-7-2000 απόφαση του Εφετείου
Δωδεκανήσου για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου με την
αιτιολογία ότι «από 5-5-1995 και εφεξής μόνο η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
Δωδεκανήσου νομιμοποιείται να ενάγεται σχετικά με την καταβολή ή
αναπροσαρμογή των μισθωμάτων των ακινήτων που χρησιμοποιούνται για τη στέγαση
των δημοσίων δημοτικών σχολείων ή άλλων δημοσίων υπηρεσιών, συναφών προς τη
λειτουργία αυτών, στην περίπτωση που προηγούμενος μισθωτής ήταν το Δημόσιο,
του οποίου εκείνη φέρεται να είναι οιονεί καθολική διάδοχος σε όλες τις
αρμοδιότητες που της έχουν μεταβιβαστεί», ότι στις 16-11-2000 κοινοποίησε
στην εναγομένη ………………………… την από 10-11-2000 (αρ.
εκθ. κατ. 338.2000) αγωγή της, με την οποία ζητούσε ό,τι και στην προηγούμενη
αγωγή κατά του Δημοσίου, η οποία επέχουσα και θέση οχλήσεως είχε ως
αποτέλεσμα την αναπροσαρμογή του μισθώματος από 1-12-2000 και εφεξής στο ποσό
των 225.773 δρχ., ότι από την αγωγή αυτή παραιτείται η ενάγουσα (με το
ένδικο αγωγικό δικόγραφο) και ότι η εναγομένη ………………….
……… , η οποία από 5-5-1995 υπεισήλθε στην ανωτέρω μισθωτική σχέση ως
οιονεί καθολική διάδοχος του μέχρι τότε μισθωτή …………. , αν και
επανειλημμένως την όχλησε η ενάγουσα, όχι μόνο δεν κατέβαλε από δυστροπία το
αναπροσαρμοσθέν κατά νόμο μίσθωμα αλλά από το Φεβρουάριο 1996 έπαυσε εντελώς
να καταβάλει μισθώματα. Κατόπιν του ιστορικού αυτού η ενάγουσα ζήτησε: (α) να
αναγνωριστεί ότι το νόμιμο μίσθωμα (βάσει της αντικειμενικής αξίας του
μισθίου ακινήτου σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις) ανέρχεται από 1-7
έως 30-11-1993 στο ποσό των 38.000 δρχ., από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό
των 127.544 δρχ., από 1-7-1994 μέχρι 16-11-2000 στο ποσό των 217.089 δρχ.
και από 1-12-2001 και εφεξής στο ποσό των 225.773 δρχ. (β) να υποχρεωθεί η
εναγομένη (επικουρικά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού)
στην καταβολή των ποσών αυτών, ήτοι συνολικού ποσού 17.767.742 δρχ. και (γ)
να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου. (Β)
Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε η 200/2002 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου
(εκκαλούμενη) η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και (α)
αναγνώρισε ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το μίσθιο ακίνητο ανέρχεται από 1-7 έως
30-11-1993 στο ποσό των 111,52 ΕΥΡΩ, από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό των
111,52 ΕΥΡΩ, από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό των 374,30 ΕΥΡΩ, από
1-7-1994 έως 30-11-2000 στο ποσό των 637,09 ΕΥΡΩ, από 1-12-2000 έως 30-5-2002
στο ποσό των 662,58 ΕΥΡΩ, (β) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην
ενάγουσα το συνολικό ποσό των 52.142,76 ΕΥΡΩ με το νόμιμο τόκο από την
επόμενη ημέρα που τα επί μέρους μισθώματα ήταν απαιτητά, (γ) υποχρέωσε την
εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ως μίσθωμα του παραπάνω μισθίου ακινήτου
το ποσό των 662,58 ΕΥΡΩ κάθε μήνα από τον Ιανουάριο 2002 έως 30-5-2002, (δ)
υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση του μισθίου
ακινήτου, ενώ κήρυξε την απόφαση (ως προς την καταψηφιστική διάταξή της)
προσωρινά εκτελεστή. (Γ) Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη με
την κρινόμενη έφεσή της για τους αναφερόμενους σ` αυτήν λόγους και ζητεί να
εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙΙ. (Α) Με το νέο νομοθετικό καθεστώς και για τις παλιές παρατεινόμενες
αναγκαστικά εμπορικές μισθώσεις η αναπροσαρμογή γίνεται κατ` αρχήν συμβατικά
και αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία ή αυτή είναι άκυρη, αυτόματα με βάση την
αντικειμενική αξία (ποσοστό όχι κατώτερο του 6% της αντικειμενικής αξίας του
μισθίου και για τους ακάλυπτους χώρους του 4% ετησίως) μία φορά μετά την
παρέλευση διετίας και στη συνέχεια κάθε χρόνο με βάση το ύψος του τιμαρίθμου
του κόστους ζωής, είναι δε απαιτητή από την κοινοποίηση της έγγραφης οχλήσεως
προς τον μισθωτή και χωρίς τη μεσολάβηση του δικαστηρίου. Ο μισθωτής που
καθυστερεί την καταβολή του νέου ως άνω μισθώματος μετά την έγγραφη όχληση
από την ημερομηνία κατά την οποία το μίσθωμα είναι καταβλητέο, περιέρχεται σε
υπερημερία ή δυστροπία (αρ. 597, 599 του Α.Κ και 66 ΕισΝΚΠολΔ) και επέρχονται
οι νόμιμες εντεύθεν συνέπειες (Α.Π 804/1997 ΕλλΔνη 39. 117). (Β) Στην
προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και
προσκομίζουν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από
30-4-1961 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως η ενάγουσα ……………….
Ρόδου, εκπροσωπούμενη από τον τότε Πρόεδρό της Μ.Σ., εκμίσθωσε στο Ελληνικό
…. , νόμιμα εκπροσωπούμενο (δυνάμει απόφασης της Νομαρχίας Δωδεκανήσου)
από τον τότε Οικονομικό Εφορο Ρόδου Μ.Λ., για χρονικό διάστημα πέντε ετών
(1-4-1961 έως 30-3-1966) αντί μηνιαίου μισθώματος 1.000 δρχ. ένα ακίνητο
ιδιοκτησίας της, εμβαδού 325 τ.μ. το ισόγειο, 325 ο πρώτος όροφος και 90 τ.μ.
η αυλή (ακάλυπτος χώρος), κείμενο στην οδό Κ. αριθ. .. της Παλαιάς Πόλης
Ρόδου, προκειμένου να στεγαστεί σ` αυτό το 10ο Δημοτικό Σχολείο Ρόδου. Όταν
έληξε η παραπάνω μίσθωση καταρτίστηκε στις 8-5-1967 νέο μισθωτήριο έγγραφο
μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων με το οποίο συμφωνήθηκε η διάρκεια της
μισθώσεως πενταετής (από 1-4-1966 μέχρι 30-3-1971) και μίσθωμα 1.500 δρχ.

Μετά τη λήξη του άνω μισθωτηρίου η μίσθωση αυτή παρατάθηκε σιωπηρά και ως
εμπορική υπήχθη στην προστασία του ν.813/1978, όπως τροποποιήθηκε και
ισχύει σήμερα (Π.Δ. 34/1995 «περί κωδικοποιήσεως διατάξεων νόμων περί
εμπορικών μισθώσεων»), το δε καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα ανήρχετο από
1-1-1983 σε 12.000 δρχ. και από Απρίλιο 1986 σε 19.000 δρχ., ποσό που
καθορίστηκε με την 132/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Η
ανωτέρω σύμβαση μίσθωσης είναι καθ` όλα έγκυρη τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα
από την εναγομένη με τον 1ο λόγο έφεσης (και ειδικότερα ότι απαιτείτο για την
εγκυρότητά της απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων) είναι αβάσιμα
κι απορριπτέα. Στις 30-6-1993 η ενάγουσα κατ` ενάσκηση δικαιώματός της (βάσει
των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.2 του Ν.813/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 1 του Ν.2041/1992 και αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 71 παρ.1 του
Ν.2065/1992) κοινοποίησε στο μισθωτή Δημόσιο την από 11-6-1993 εξώδικη δήλωση
και πρόσκληση με την οποία, αφού προσδιόρισε επακριβώς την αντικειμενική αξία
του μισθίου και εντεύθεν το ύψος του μισθώματος με ποσοστό 6% της
αντικειμενικής αξίας για τον καλυμμένο και 4% για τον ακάλυπτο χώρο, του
γνωστοποιούσε ότι το καταβλητέο μίσθωμα ανέρχεται από 1-7 έως 30-11-1993 στο
ποσό των 38.000 δρχ., από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό των 127.544 δρχ.
και από 1-7-1994 και εφεξής στο ποσό των 217.089 δρχ. Παρά ταύτα αυτό
(Δημόσιο), αν και επανειλημμένως το όχλησε η ενάγουσα, δεν κατέβαλε το
αναπροσαρμοσθέν κατά νόμο μίσθωμα και γι` αυτό άσκησε εναντίον του την από
16-2-1996 (αρ. εκθ. κατ. 77/1996) αγωγή (που επιδόθηκε σ` αυτό στις 24-4-1996
σύμφωνα με την προσκομιζόμενη 1830/24-4-96 έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή Αθηνών Ν.Π.), με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το νόμιμο
μίσθωμα ανέρχεται στα ανωτέρω ποσά και να υποχρεωθεί το Δημόσιο στην καταβολή
των ποσών αυτών. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την 244/5-7-2000
απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του
Δημοσίου με την αιτιολογία ότι «από 5-5-1995 και εφεξής μόνο η …….
…………….. νομιμοποιείται να ενάγεται σχετικά με την καταβολή ή
αναπροσαρμογή των μισθωμάτων των ακινήτων που χρησιμοποιούνται για τη στέγαση
των δημοσίων, δημοτικών σχολείων ή άλλων δημοσίων υπηρεσιών, συναφών προς τη
λειτουργία αυτών, στην περίπτωση που προηγούμενος μισθωτής ήταν το Δημόσιο,
του οποίου εκείνη φέρεται να είναι οιονεί καθολική διάδοχος σε όλες τις
αρμοδιότητες που της έχουν μεταβιβαστεί». Στις 15-11-2000 η ενάγουσα
κοινοποίησε στην εναγομένη ……………………….. (βλ. 12827/15-
11-2000 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Ρόδου Α.Ζ.) την από
10-11-2000 (αρ. εκθ. κατ. 338/2000) αγωγή της με την οποία ζήτησε ό,τι και
στην προηγούμενη αγωγή της κατά του Δημοσίου (που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη
με την παραπάνω απόφαση) δηλαδή να αναγνωριστεί ότι το νόμιμο μίσθωμα
ανέρχεται στα ανωτέρω ποσά και στο ποσό των 225.773 από 1-12-2000 και εφεξής
και να υποχρεωθεί αυτή στην καταβολή των ποσών αυτών, από την αγωγή δε αυτή
παραιτήθηκε η ενάγουσα με το ένδικο αγωγικό δικόγραφο. Η εναγομένη αν και
επανειλημμένως την όχλησε η ενάγουσα, όχι μόνο δεν κατέβαλε από δυστροπία το
αναπροσαρμοσθέν κατά νόμο μίσθωμα αλλά από το Φεβρουάριο 1996 έπαυσε εντελώς
να καταβάλει το μέχρι τότε καταβαλλόμενο μίσθωμα εκ δρχ. 19.000 περιελθούσα
έτσι σε δυστροπία. Για τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά (τα
οποία δέχτηκε και η εκκαλούμενη απόφαση) ουδεμία αιτίαση προβάλλεται από την
εκκαλούσα. Περαιτέρω η εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε ότι η αντικειμενική αξία
του μισθίου ακινήτου (με βάση τον τύπο του αρ. 8 ν. 2041/1992, όπως
αναδιατυπώθηκε με την παρ. 2 αρ. 71 του ν. 2065/1992 και κωδικοποιήθηκε με το
αρ.8 του Π.Δ.34/1995) ανέρχεται: του μεν ισογείου (επιφανείας 325 τ.μ.) σε
20.694.960 δρχ., του ορόφου (επιφανείας 325 τ.μ.) σε 22.576.320 δρχ. του δε
ακάλυπτου χώρου (αυλής) επιφανείας 90 τ.μ. σε 219.793 δρχ. Επίσης δέχτηκε ότι
από την παραπάνω κοινοποίηση (30-6-1993) της από 11-6-1993 έγγραφης δήλωσης-
όχλησης το μηνιαίο μίσθωμα αναπροσαρμόστηκε αυτόματα ως εξής: Από 1-7 έως
30-11-1993 στο ποσό των 111,52 ΕΥΡΩ, από 1-12-1993 έως 30-6-1994 στο ποσό των
374,30 ΕΥΡΩ, από 1-7-1994 έως 16-11-2000 στο ποσό των 637,09 ΕΥΡΩ, από
1-12-2000 έως 1-12-2001 στο ποσό των 662,58 ΕΥΡΩ και από 1-1-2002 έως
30-5-2002 στο ποσό των 662,58 ΕΥΡΩ. Για τον προσδιορισμό της αντικειμενικής
αξίας του μισθίου ακινήτου και τον υπολογισμό των ανωτέρω αναπροσαρμογών του
μισθώματος ουδεμία αιτίαση προβάλλει η εκκαλούσα.

ΙII. (Α) Για να είναι κανείς διάδικος πρέπει να έχει την ικανότητα δικαίου
δηλαδή την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (αρ. 62
Κ.Πολ.Δ), η ικανότητα δε αυτή εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (αρ.
73 Κ.Πολ.Δ). Διάδικος συνεπώς μπορεί να είναι κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως
ηλικίας μέχρι το θάνατό του, ο κυοφορούμενος υπό την προϋπόθεση ότι θα
γεννηθεί ζωντανός καθώς και κάθε νομικό πρόσωπο ημεδαπό ή αλλοδαπό-ιδιωτικού
ή και δημοσίου δικαίου, τα νομικά πρόσωπα διεθνούς δικαίου (λ.χ. …..),
προκειμένου δε περί νομικών προσώπων μπορούν να είναι διάδικοι και μετά τη
λύση τους εφόσον τελούν υπό εκκαθάριση (βλ.Νίκα σε Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ Κεραμεύς-
Κονδύλης-Νίκας, άρθρο 62 αρ.2). Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 7
του Ν. 2456/1920 «Περί Ισραηλιτικών Κοινοτήτων»: Σε όποιες πόλεις του
……. κατοικούν μονίμως πλείονες των είκοσι ισραηλιτικές οικογένειες και
λειτουργεί Συναγωγή δύναται να ιδρυθεί δια Β.Δ/τος ……………..
αναγνωριζόμενη ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Σε κάθε πόλη, κωμόπολη ή
χωριό λειτουργεί μία μόνο Ισραηλιτική Κοινότης στην οποία ανήκει κατά
ιδιοκτησία πλήρη η υπάρχουσα και αποκτώμενη στο μέλλον κινητή και ακίνητη
περιουσία της. Μέλη Ισραηλιτικής Κοινότητας θεωρούνται αυτοδικαίως πάντες οι
Ισραηλίτες το θρήσκευμα οι κατοικούντες μονίμως στην έδρα της Κοινότητας. Το
Κοινοτικό Συμβούλιο αποφασίζει εγκύρως περί πωλήσεως κινητού και ακινήτου
ανήκοντος στην Κοινότητα ως και αγοράς κινητού ή ακινήτου κτήματος
αποκτωμένου υπέρ της Κοινότητας και εν γένει επί παντός ζητήματος αφορώντος
τα συμφέροντα της Κοινότητας. Σύμφωνα με το αρ. 2 του ν.δ. 301/1969 το αρ. 3
του α.ν. 367/1945 «περί ανασυγκροτήσεως Ισραηλιτικών Κοινοτήτων»
αντικαθίσταται ως ακολούθως: Ισραηλιτικές εις τη χώρα Κοινότητες, οι οποίες
δεν συγκεντρώνουν τον υπό του άρθρου 1 του νόμου 2456/1920 απαιτούμενο αριθμό
Ισραηλιτικών οικογενειών δια την αναγνώριση της Κοινότητας θεωρούνται ως
ευρισκόμενες εν αδρανεία. Η διαπίστωση ότι η Κοινότης στερείται του ως άνω
ελαχίστου αριθμού οικογενειών γίνεται υπό του …………………..
……….. η δε κήρυξη αυτής εν αδρανεία δι` αποφάσεως του Υπουργού
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά γνώμη του Κ.Ι.Σ. Δια την διαχείριση
των υποθέσεων και συμφερόντων της Κοινότητας διορίζεται 3μελής Επιτροπή,
κατόπιν προτάσεως του Κ.Ι.Σ., ασκούσα όλες τις κατά το αρ.1 του Α.Ν 367/1945
αρμοδιότητες. Στην περίπτωση κατά την οποία Κοινότης τελούσα εν αδρανεία,
ήθελε αποκτήσει τον υπό του αρ.1 του Ν.2456/1920 απαιτούμενο αριθμόν
οικογενειών αναγνωρίζεται ως εν ενεργεία κατά τις διατάξεις του Νόμου τούτου.

Κατά δε το αρ.1 του Α.Ν. 367/1945 «..η λειτουργία των Κοινοτήτων τούτων
συνεχίζεται σύμφωνα προς τις διατάξεις του Ν.2456/1920 .. η διοίκηση αυτών
ανατίθεται προσωρινά και μέχρις ενεργείας αρχαιρεσιών εις 3μελείς διοικητικές
Επιτροπές, διοριζόμενες με απόφαση του Υπουργού Θρησκευμάτων και κατόπιν
προτάσεως του Κ.Ι.Σ., μέχρι δε της αναδείξεως αιρετών Διοικητικών Συμβουλίων
οι προσωρινές αυτές Επιτροπές ασκούν πάντα τα δικαιώματα τα αναγραφόμενα στο
αρ. 7 του Ν. 2456/1920..». Τέλος οι διατάξεις του Ν. 2456/20 (πλην των αρ. 23
και 24 αυτού) και των Α.Ν. 367/1945 και Ν.1657/1951, όπως αυτές ισχύουν
εκάστοτε εφαρμόζονται και επί των …………………………. (αρ. 5
Ν.Δ. 301/1969). (Β) Στην προκειμένη περίπτωση ιδρύθηκε νόμιμα στην πόλη της
Ρόδου η ………………………………. που είναι (σύμφωνα με τις
προαναφερθείσες διατάξεις) Ν.Π.Δ.Δ. Αυτή διατηρεί γραφεία επί της οδού Π.
αρ. . στη Παλιά Πόλη Ρόδου, έχει ακίνητη περιουσία στη Ρόδο την οποία
διαχειρίζεται με κάθε νόμιμο μέσο δια της διαχειριστικής της Επιτροπής και
υποβάλλει δηλώσεις φόρου εισοδήματος. Από το έτος 1970 τελεί σε αδράνεια,
δυνάμει των 8085/1970 και 13024/1970 αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Παιδείας
και Θρησκευμάτων, διότι οι Ισραηλιτικές οικογένειας στη πόλη της Ρόδου
μειώθηκαν κάτω των είκοσι. Αυτή (………………..) διοικείται και
εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από Τριμελή Διαχειριστική Επιτροπή η
οποία έχει συγκροτηθεί σε σώμα (μετά την απόφαση της περιφέρειας Νοτίου
Αιγαίου με αριθ. 9152/28-8-2001) με την εξής σύνθεση: Μ.Ρ. Πρόεδρος, Ι.Χ.
Αντιπρόεδρος και Α.Μ. Γενικός Γραμματέας (βλ. προσκομιζόμενο πρακτικό
συνεδρίασης Διαχειριστικής Επιτροπής Ρόδου της 3/9/2001). Η ίδια Επιτροπή
εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Ρόδου Ι.Κ. να διεξάγει την παρούσα δίκη και να
παραστεί κατά την εκδίκαση της κρινομένης έφεσης (βλ. από 10-1-2005 πρακτικό
συνεδρίασης Διαχειριστικής Επιτροπής της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ρόδου). Η
………………….. (ενάγουσα) έχει νομική προσωπικότητα και επομένως
έχει ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και μπορεί να
είναι διάδικος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ. Επομένως η
εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε σιωπηρά το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης
δεν έσφαλε και ο 2ος λόγος έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, ότι δηλαδή η
ενάγουσα δεν έχει ικανότητα διαδίκου και δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην
άσκηση της ένδικης αγωγής είναι αβάσιμος κι απορριπτέος. Εξάλλου για την
άσκηση της ένδικης αγωγής δεν απαιτείτο εγκριτική απόφαση από τον
Περιφερειακό Διευθυντή Δωδεκανήσου, ο οποίος σύμφωνα με το αρ. 4 παρ. 6 του
ν. 2240/1994 ασκεί εποπτεία των ν.π.δ.δ. και επομένως ο 3ος λόγος έφεσης με
τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή είναι απαράδεκτη κι
απορριπτέα διότι δεν χορηγήθηκε εγκριτική απόφαση από τον Περιφερειακό
Διευθυντή Δωδεκανήσου είναι αβάσιμος κι απορριπτέος.

Από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 του ν. 2218/1994 που ορίζει ότι οι
Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (Ν.Α.) είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο Ν.Π.Δ.Δ.
και του άρθρου 20 παρ.1 εδ. β του ν. 2344/1995 που αντικατέστησε το τελευταίο
εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 2218/1994, το οποίο ορίζει, ότι από
της καταργήσεως των ανωτέρω υπηρεσιών, οι Ν.Α. υπεισέρχονται αυτοδικαίως σε
όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Δημοσίου, που προήλθαν από την άσκηση
των αρμοδιοτήτων των καταργουμένων υπηρεσιών και ότι εκκρεμείς σχετικές δίκες
συνεχίζονται και μετά τη δημοσίευση του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας των
Ν.Α., ήτοι και μετά την 5-5-1995, από το Δημόσιο, μέχρι την αμετάκλητη
περάτωσή τους, σαφώς προκύπτει ότι στη θέση του μισθωτή …………….
και ως προς τη συγκεκριμένη ένδικη μίσθωση υπεισήλθε το ν.π.δ.δ. της
………………………. , στην οποία από 5-5-1995 (χρονολογία
δημοσιεύσεως του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της Ν.Α. Δωδεκανήσου στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις
που προέρχονται από την μίσθωση των ανηκόντων στην περιφέρειά της μισθίων
εκπαιδευτηρίων μεταξύ των οποίων και η από την αυτόματη αναπροσαρμογή του
μισθώματος αγωγική αξίωση, όπως δέχτηκε και η προαναφερθείσα 244/2000
απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ΕφΠειρ. 629/1997 ΕλλΔνη 38. 1910, ΕφΑθ.
1183/1997 ΕλλΔνη 39. 188, ΕφΑθ. 9268/1997 ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 1998. 358). Επομένως ο
4ος λόγος έφεσης κατά το σκέλος που υποστηρίζει ότι η εκκαλούσα …….
…………… δεν διαδέχτηκε το Δημόσιο στην επίδικη μίσθωση είναι
αβάσιμος κι απορριπτέος.

(Α) Κατά το άρθρο 48 παρ.1 ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου» ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά
των Ν.Π.Δ.Δ είναι πέντε ετών και αρχίζει (κατά το άρθρο 49) από το τέλος του
οικονομικού έτος, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η
δικαστική της επιδίωξη. Κατά το άρθρο 51 περιπτ. α΄ του ίδιου ν.δ/τος, η
παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων διακόπτεται με την υποβολή της υποθέσεως
στο αρμόδιο δικαστήριο και αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική
πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 52 εδ.
γ΄ η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Εφαρμογή θα
έχει και η γενικότερης ισχύος διάταξη του άρθρου 263 Α.Κ στην περίπτωση που
απορρίπτεται η αγωγή για τυπικούς λόγους (ήτοι για λόγους που δεν ανάγονται
στο υποστατό της αξίωσης αλλά για δικονομικούς λόγους δηλαδή για έλλειψη
δικονομικών προϋποθέσεων που συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο αυτής) και
επανεγείρεται εντός έξι μηνών, οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί
με την προηγούμενη αγωγή, ενόψει ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ.
496/1974. Ως εκ νέου άσκηση της αγωγής θεωρείται η άσκηση νέας αγωγής με την
ίδια ιστορική και νομική αιτία. (Β) Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα
Νομαρχιακή Αυτοδικοίκηση Ν.Π.Δ.Δ. με τον 4ο λόγο έφεσης (κατά το σχετικό
σκέλος του) ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή ως ασκηθείσα πέραν της πενταετίας
για τα μισθώματα της περιόδου από 1-7-1993 μέχρι και 18-12-1996 υπέπεσε στην
πενταετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ.1 ν.δ. 496/1974. Όμως, όπως
προαναφέρθηκε, η ενάγουσα είχε ασκήσει εναντίον του ……………. την
από 16-2-1996- αρ. εκθ. κατ. 77/1996-αγωγή της (που επιδόθηκε σ` αυτό στις
24-4-1996 σύμφωνα με την προσκομιζόμενη 1830/24-4-96 έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν.Π.), η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (για
έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου) με την 244/5-7-2000 απόφαση
του Εφετείου Δωδεκανήσου. Εντός του εξαμήνου από τη δημοσίευση της ανωτέρω
απόφασης, η ενάγουσα άσκησε κατά της εκκαλούσας ………………… η
οποία, όπως προαναφέρθηκε, υπεισήλθε στη θέση του μισθωτή …………
ως προς τη συγκεκριμένη ένδικη μίσθωση, την από 10-11-2000- αρ. εκθ. κατ.
338/2000 – αγωγή της (που κοινοποιήθηκε σ` αυτή στις 15-11-2000 σύμφωνα με
την 12827/2000 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Ρόδου Α.Ζ.), με
την οποία ζήτησε ό,τι και στην προηγούμενη αγωγή της κατά του Δημοσίου, από
την αγωγή δε αυτή παραιτήθηκε η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή που επιδόθηκε
στην εναγομένη στις 20-12-2001(βλ. 3249/2001 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού
επιμελητή Ρόδου Μ.Κ.). Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα
σκέψη, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη από
16-2-1996 αγωγή της εφεσίβλητης κατά του Δημοσίου και ο λόγος αυτός της
έφεσης είναι αβάσιμος κι απορριπτέος.

Ο λόγος της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά
με την περί προσωρινής εκτελέσεως διάταξή της είναι αλυσιτελής, αφού με την
έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούμενη γίνεται
τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (βλ. Σ.Σαμουήλ η έφεση Ε΄έκδοση, 2003,
παρ. 542 αρ. 5, ΕφΑθ. 10813/1996 ΕλλΔνη 38. 1653, ΕφΠειρ. 706/1994 ΕλλΔνη 36.
1306). Επομένως ο 5ος και τελευταίος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα
ισχυρίζεται ότι η εκκαλούσα εσφαλμένα κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση
κατά την καταψηφιστική διάταξή της είναι απαράδεκτος κι απορριπτέος. Κατ`
ακολουθία όλων αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα η
ένδικη έφεση πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να
καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος
βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα
στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσία την έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος
βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει τριακόσια πενήντα (350) ΕΥΡΩ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 6-6-2005, σε μυστική διάσκεψη και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 7-6-2005, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με
παρούσα τη γραμματέα.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση