Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 174/2007 Εφετείο Δωδεκανήσου

174/2007 ΕΦ ΔΩΔ ( 476801)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Σύμβαση μεσιτείας. Υπό ποιες προϋποθέσεις οφείλεται μεσιτική αμοιβή.
Περιστατικά απόδοσης από το μεσίτη ληφθείσας αμοιβής λόγω μη κατάρτισης της
επιδιωκόμενης σύμβασης μίσθωσης. Ενορκες βεβαιώσεις. Ανυπόστατο αποδεικτικό
μέσο αν λήφθηκε μετά την έκδοση απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η
κλήση επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο που ήταν αντίκλητος.

Αριθμός απόφασης 174/2007

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευριπίδη Λαγουδιανάκη, Πρόεδρο Εφετών,
Εμμανουήλ Βασιλάκη (Εισηγητή) και Χαρίδημο Πρατικάκη, Εφέτες και τη
Γραμματέα Κυριακή Κυριακού.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 9η Φεβρουαρίου
2007, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Μ. Β., κατοίκου Ρόδο, ο οποίος παραστάθηκε διά του
πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Μαυρομμάτη.

Της εφεσίβλητης: Μ. συζ. Σ. Κ., κατοίκου Ρόδου, η οποία παραστάθηκε
διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Καραμιχάλη.

Η εφεσίβλητη και ο Σ. Κ., μη διάδικος εν προκειμένω, άσκησε κατά του
εκκαλούντος και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, Τ. Τ., ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, την από 26-2-2002 και με αριθ.εκθ.κατ.
130/26-3-2002 αγωγή της. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ` αριθ. 166/2004
οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων, δέχθηκε εν μέρει
την αγωγή ως προς την ήδη εφεσίβλητη-ενάγουσα. Κατά της αποφάσεως αυτής ο
πρώτος εναγόμενος άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο
παρόν, την ένδικη από 23-3- 2005 και με αριθ.εκθ.κατ. 82/24-3-2005, έφεσή
του, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με
αριθ.εκθ.κατ. 112/29-3-2005, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα
στο πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος η 7-4-2006 και μετ` αναβολή η αναφερόμενη
στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα
με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

Μελετησε Τη Δικογραφια

Σκεφθηκε Συμφωνα Με Το Νομο

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το
άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 2915/01, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάστηκε
ωσάν να ήταν παρών, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται εντός των ορίων, που
καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται
να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.

Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 16 παρ. 3 του ν.2915/2001, η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του
άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία
εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Από τις ως άνω διατάξεις
συνάγεται ότι η έφεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της
καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα
των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης εντός των ορίων, που
καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, αδιαφόρως αν
πρόκειται για τακτική ή ειδική διαδικασία, αφού και στις δύο η εκδίκαση της
υποθέσεως περατώνεται σε μία συζήτηση και η τεκμαρτή ομολογία από την
ερημοδικία είναι άγνωστη, και την αναδίκαση της υποθέσεως από το Εφετείο, το
οποίο μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ.
Εισηγητική Έκθεση του ν. 2915/2001 ΚΝοΒ 2001 σελ. 1329, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη
46. 1100, ΕφΑθ 5224/2003, ΕλλΔνη 45.555, ΕφΑθ 6387/2004 ΕλλΔνη 46.869, ΕφΑθ
5224/2003, ΕλλΔνη 45.555, Σ. Σαμουήλ, η Έφεση έκδ. Ε παρ. 228 δ και 228 ε).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη και ο Σ. Κ., μη
διάδικος εν προκειμένω, άσκησαν κατά του ήδη εκκαλούντος και του μη εν
προκειμένω διαδίκου Τ. Τ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, την με
αριθμ. έκθ. κατ. 130/2002 αγωγή, με την οποία ζητούν να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι να καταβάλει έκαστος, στην 1η των εναγόντων (εφεσίβλητη), το ποσό
των 2.9345,70 ευρώ, το οποίο αποτελεί το διπλάσιο του δοθέντος σε καθένα ως
αρραβώνα ποσού, εξ αιτίας της υπαίτιας εκ μέρους τους αθέτησης της
επικαλούμενης σύμβασης, άλλως ως θετική ζημία, λόγω της επικαλούμενης
αδικοπραξίας τους, άλλως δε και όλως επικουρικώς, λόγω αδικαιολόγητου
πλουτισμού, νομιμοτόκως από την εξώδικη όχλησή τους, άλλως από την επίδοση
της αγωγής. Κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής, στις 14-10-2004, ενώπιον του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο εκκαλών και ο συνεναγόμενός του Τ. Τ. δεν
παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και η υπόθεση
ερευνήθηκε, κατ` εφαρμογή των άρθρων 270 παρ. 1 εδ. τελευτ. και 271 παρ. 1
ΚΠολΔ, σαν να ήταν παρόντες και αυτοί. Το Δικαστήριο εκείνο με την 166/2004
απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά τις βάσεις της, τις επιχειρούμενες να
θεμελιωθούν στις διατάξεις περί αρραβώνος και αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως
μη νόμιμες, έκρινε νόμιμη την βάση της αγωγής, την στηριζόμενη στις
διατάξεις περί αδικοπραξίας και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως προς τον
ενάγοντα Σ. Κ. και την έκανε κατά ένα μέρος δεκτή ως προς την εφεσίβλητη-
ενάγουσα και υποχρέωσε τον εκκαλούντα και τον συνεναγόμενό του Τ. Τ., να της
καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 2.934,70 ευρώ, ενώ διέταξε
και την προσωπική κράτηση των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής
παραπονείται ο εκκαλών-εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του και,
επικαλούμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων,
ζητεί, κατ` εκτίμηση του δικογράφου της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, κατά
το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή, ως προς αυτόν και να απορριφθεί στο σύνολό
της αγωγή, ως προς αυτόν. Με βάση το παραπάνω περιεχόμενο η ένδικη έφεση,
που έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή
(άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), να
εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή ως προς τον
εκκαλούντα, να κρατηθεί στη συνέχεια η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και
να γίνει αναδίκαση της υπόθεσης, κατά το μέρος που αφορά την βάση της αγωγής
περί της αδικοπραξίας του εκκαλούντος-εναγομένου.

Με την με αριθμ. έκθ. κατ. 130/2002 αγωγής της, και κατά το μέρος που
μεταβιβάστηκε στο παρόν Δικαστήριο και ερευνάται εδώ, η ενάγουσα εκθέτει ότι
ο εναγόμενος της παρέστησε ψευδώς ότι είναι σε θέση να μεσολαβήσει για την
εκμίσθωση σ` αυτή του αναφερόμενου μίσθιου καταστήματος, για την μίσθωση του
οποίου έχει εντολή από την ιδιοκτήτη του και ότι την διαβεβαίωσε ότι ο
μισθωτής του εν λόγω μισθίου (δεύτερος εναγόμενος) προτίθεται να της
μεταβιβάσει τον εξοπλισμό του μισθίου έναντι του αναγραφομένου τιμήματος,
όταν καταρτιστεί η σύμβαση της μίσθωσης. Ότι συνεπεία των άνω παραστάσεων
και διαβεβαιώσεων πλήρωσε στον εναγόμενο (ήδη εκκαλούντα) το ποσό των
500.000 δραχμών, ήτοι 1.467,35 ευρώ, και το ίδιο ποσό στον δεύτερο
εναγόμενο, δηλαδή συνολικά 2.9345,70 ευρώ, πλην όμως οι παραστάσεις ήταν
ψευδείς, αφού δεν υπήρχε εντολή εκμίσθωσης από τον ιδιοκτήτη του μισθίου και
δεν καταρτίστηκε η σύμβαση της μίσθωσης ούτε ο εξοπλισμός του καταστήματος
μεταβιβάστηκε, με συνέπεια να ζημιωθεί κατά το άνω ποσό. Ζητεί δε να
υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το άνω ποσό, ως αποζημίωση και να
διαταχθεί η προσωπική του κράτηση, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης που θα
εκδοθεί. Η αγωγή με το άνω περιεχόμενο, κατά το μέρος που μεταβιβάστηκε
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις
των άρθρων 297, 298, 346, 914 ΑΚ, 951 και 1047 του ΚΠολΔ και πρέπει να
ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Από την κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον του
ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα
ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης, όλα γενικώς και χωρίς
εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι,
εκτός από την με αριθμ. 12950/8-2-2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της
συμβολαιογράφου Ρόδου Σ. Π., η οποία συντάχθηκε μετά την έκδοση της
εκκαλούμενης απόφασης, χωρίς την παρουσία της εφεσίβλητης και είναι
ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, επειδή η κλήση για να παρασταθεί η εφεσίβλητη
κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης δεν επιδόθηκε στην ίδια, αλλά προς τον
δικηγόρο Ιωάννη Καραμιχάλη, του οποίου, αφενός δεν προέκυψε διορισμός του ως
αντικλήτου, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και αφετέρου η εξουσία του ως δικαστικού
πληρεξουσίου και αντικλήτου περατώθηκε με την έκδοση της εκκαλούμενης
οριστικής απόφασης, η οποία και αποτελεί την ύστατη επιδόσιμη προς αυτόν
διαδικαστική πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 του ιδίου
Κώδικα, κατά την οποία ο δικηγόρος που παραστάθηκε στην πρωτόδικη δίκη ως
πληρεξούσιος κάποιου διαδίκου, καθίσταται και αντίκλητος αυτού μόνο για τις
κατ` εκείνη τη δίκη επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιδόσεως της
οριστικής αποφάσεως, ούτε καθίσταται πληρεξούσιος και εκ τούτου αντίκλητος
διαδίκου, στον οποίο δύνανται εγκύρως να γίνουν επιδόσεις, ο υπογράφων μόνον
ως πληρεξούσιος δικηγόρος διαδίκου αγωγή και επομένως ο άνω δικηγόρος δεν
ήταν αρμόδιος για παραλαβή εγγράφων που αφορούν τις μετέπειτα επιδόσεις που
ανάγονται στην κατ` έφεση δίκη (ΑΠ 1454/2002 ΕλλΔνη 45.729, ΑΠ 197/2002 Δ.
2002.1201, ΑΠ 1490/2001 ΕλλΔνη 44.961, ΑΠ 1076/2000 ΕλλΔνη 42.394, ΑΠ
700/1999 ΕλλΔνη 41.367, ΑΠ 678/1999 ΕλλΔνη 41.366, ΑΠ 360/2003, ΑΠ 197/2002
δημοσιευμένες στη Νόμος, Εφ.Πειρ. 84/1994 ΕλλΔνη 1994/1703, Β. Βαθρακοκοίλη
ΚΠολΔ, υπό άρθρο 143 αρ. 34), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, τα εξής: Τον Οκτώβριο του 2000 η ενάγουσα ανέθεσε στον
εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί μεσιτικό γραφείο στην πόλη της Ρόδου, την
εντολή να μεσολαβήσει ή να της υποδείξει ευκαιρία προκειμένου να καταστεί
δυνατό να μισθώσει κατάστημα κατάλληλο για να λειτουργήσει επιχείρηση
εστιατόριου στην πόλη της Ρόδου. Ο εναγόμενος αποδέχθηκε την πρόταση και
έτσι συνήφθη μεταξύ τους σύμβαση μεσιτείας, διεπόμενη από τις διατάξεις των
άρθρων 703 επόμ. ΑΚ και του ΠΔ 248/1993. Στα πλαίσια της άνω συμφωνίας, ο
εναγόμενος υπέδειξε στην ενάγουσα το εστιατόριο «Z.», στην περιοχή Κρητικά-
Καψή, χωρίς όμως να τελεσφορήσει η σύναψη της μίσθωσης. Ακολούθως ο
εναγόμενος υπέδειξε στην ενάγουσα να μισθώσει ένα κατάστημα κείμενο στην
περιοχή «εκατό μαγαζιά» της πόλης της Ρόδου, στην οδό Σ. Β. αρ.61, με χώρο
ισογείου 30 τ.μ., υπογείου 30 τ.μ. και με πατάρι 15 τ.μ, ιδιοκτησίας Χ. Ι..

Στην ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι είχε την εντολή από τον ιδιοκτήτη του
καταστήματος να προβεί στη μίσθωσή του. Το αληθές όμως είναι ότι ο κύριος
του καταστήματος δεν είχε δώσει τέτοια εντολή στον εναγόμενο, ο οποίος
συζητούσε με την ενάγουσα την μίσθωση του καταστήματος χωρίς να το γνωρίζει
ο κύριος αυτού. Για το γεγονός αυτό κατέθεσε με σαφήνεια ο γιος του κυρίου
του καταστήματος Δ. Χ., ο οποίος είναι γνώστης της υπόθεσης. Στην ενέργεια
αυτή προχώρησε ο εναγόμενος, επειδή γνώριζε ότι το μίσθιο κατάστημα ήταν
μισθωμένο στον δεύτερο εναγόμενο, μη διάδικο εν προκειμένω Τ. Τ., ο οποίος
όμως του είχε δώσει έγγραφη εντολή από τις 2-3-2000 να μεσολαβήσει για την
πώληση του εξοπλισμού του καταστήματος. Έτσι, πριν ακόμα αποδοθεί το μίσθιο
στον εκμισθωτή και πριν συναφθεί η επιδιωκόμενη σύμβαση μίσθωσης με την
ενάγουσα, ο εναγόμενος ζήτησε και έλαβε από αυτήν το ποσό των 500.000
δραχμών και ήδη 1.467,35 ευρώ, ως «αμοιβή μεσιτική», όπως αναγράφεται στην
από 23-1-2001 απόδειξη που εξέδωσε ο ίδιος. Επίσης η ενάγουσα κατέβαλε στον
εκπρόσωπο του δεύτερου εναγομένου Κ. Ο., το ποσό των 500.000 δραχμών και ήδη
1.467,35 ευρώ, ως προκαταβολή για την αγορά του εξοπλισμού του καταστήματος,
ο οποίος συμφωνήθηκε να αγοραστεί από αυτήν έναντι τιμήματος 18.000.000
δραχμών. Όταν όμως η ενάγουσα απευθύνθηκε σε δικηγόρο για τη σύνταξη του
συμφωνητικού μίσθωσης και εκείνος επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη του μισθίου,
πληροφορήθηκε για πρώτη φορά, ότι ο εναγόμενος δεν είχε εντολή για εκμίσθωση
του καταστήματος και ότι ο κύριος αυτού αγνοούσε τα διαδραματισθέντα σχετικά
με την υποσχεθείσα από μέρους του εναγομένου μίσθωση. Η ενάγουσα με εξώδικη
δήλωση που απηύθυνε στον εναγόμενο τον προσκάλεσε να της επιστρέψει το άνω
ποσό και μάλιστα διπλάσιο, θεωρώντας το ως αρραβώνα, πράγμα όμως που δεν
ερευνάται, καθώς δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, όπως
προαναφέρθηκε. Ωστόσο, εκείνος αρνήθηκε την επιστροφή του άνω ληφθέντος
ποσού. Ο εναγόμενος με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης αρνείται την
αγωγή, ισχυριζόμενος ότι το ποσό των 500.000 δραχμών και ήδη 1.467,35 ευρώ,
το εισέπραξε από την ενάγουσα για παρασχεθείσες υπηρεσίες σ` αυτήν που δεν
έχουν σχέση με την αναφερόμενη στην αγωγή μίσθωση του συγκεκριμένου
καταστήματος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον από την
προαναφερθείσα από 23-1-2001 απόδειξη που εξέδωσε ο ίδιος, το ποσό αυτό το
εισέπραξε ως «αμοιβή μεσιτική». Κατά το άρθρο 703 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ
εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την
υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει
μόνο αν η σύμβαση καταρτιστεί, ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της
υπόδειξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να μπορεί ο μεσίτης να
απαιτήσει αμοιβή πρέπει: α) να έχει υποδείξει απλώς την ευκαιρία για τη
σύναψη της σύμβασης, πράγμα που συμβαίνει όταν ενημερώνει τον ένα ή και τους
δύο ενδιαφερομένους για τη δυνατότητα που υπάρχει να καταρτιστεί σύμβαση, ή
να έχει μεσολαβήσει και ο ίδιος μεταξύ αυτών για την κατάρτιση της σύμβασης
που επιθυμούν, β) να καταρτιστεί η σύμβαση, την οποία ο εντολέας και ο
μεσίτης είχαν υπόψη τους και γ) η κατάρτιση της σύμβασης να επήλθε ως
συνέπεια της υπόδειξης ή μεσολάβησης του μεσίτη, χωρίς την οποία δεν θα
συνέβαινε, ήτοι να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ενέργειας του μεσίτη
και του αποτελέσματος που συνδέεται με την κατάρτιση της σκοπούμενης
σύμβασης (ΑΠ 1088, 1037 και 857/2006, δημοσ εις Νόμος). Εν προκειμένω όμως,
από τις δύο υποδειχθείσες από τον εναγόμενο στην ενάγουσα ευκαιρίες, δεν
καταρτίστηκε η επιδιωκόμενη σύμβαση μίσθωσης. Μάλιστα η φερομένη ως
υποδειχθείσα ευκαιρία για τη σύναψη μίσθωσης του προαναφερθέντος
καταστήματος της οδού Σ. Β. αρ.61, ήταν ψευδής, αφού αυτός παρέστησε στην
ενάγουσα ψευδώς ότι είχε εντολή από τον ιδιοκτήτη του να διαπραγματευτεί τη
μίσθωσή του, χωρίς εκείνος να το γνωρίζει. Με αυτόν τον τρόπο εισέπραξε το
άνω ποσό, ως μεσιτική αμοιβή πριν να καταρτισθεί η σύμβαση, με αποτέλεσμα να
ζημιώσει την ενάγουσα κατά το άνω ποσό. Όμως δεν ευθύνεται ο πρώτος
εναγόμενος για το ποσό που εισέπραξε ο δεύτερος εναγόμενος, καθόσον η
διαπραγμάτευση για την αγορά του εξοπλισμού του καταστήματος έγινε μεταξύ
της ενάγουσας και εκείνου (του δεύτερου εναγομένου) και η όποια ευθύνη
αυτού, δεν ερευνάται ενταύθα. Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει, προς
αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας, που της προκάλεσε ο εναγόμενος με την
προπεριγραφείσα υπαίτια συμπεριφορά του, να υποχρεωθεί να της καταβάλει το
άνω ποσό των 1.467,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής,
δεκτής γενομένης της αγωγής εν μέρει, ως κατ` ουσίαν βάσιμης, ως προς την
εδώ ερευνώμενη βάση της αδικοπραξίας. Το αίτημα για απαγγελία προσωπικής
κράτησης ως μέσον εκτέλεσης της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί, αφού ο
εναγόμενος είναι φερέγγυος και η απόφαση μπορεί να εκτελεστεί με τα λοιπά
μέσα εκτέλεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας
πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος εις βάρος του εναγομένου, επειδή η αγωγή
έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ

Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την 166/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου,
κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται στο μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή ως
προς τον εκκαλούντα.

Κρατεί και δικάζει την με αριθμ. έκθ. κατ. 136/2002αγωγή, κατά το
μέρος που αφορά την βάση της αγωγής περί της αδικοπραξίας του εκκαλούντος-
εναγομένου.

Δέχεται αυτήν, κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων
τετρακοσίων εξήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (1.467,35), με το
νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας
και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400)
ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 5-6-2007, σε μυστική διάσκεψη και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 7- 6-2007, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με
παρούσα τη Γραμματέα.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση