280/2005 ΕΦ ΔΩΔ (386517)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2006/1241)
Σύμβαση ασφάλισης. Δεν καλύπτονται οι ζημίες για χρόνο προγενέστερο της
ασφαλιστικής καλύψεως. Δωσιδικία της δικαιοπραξίας. Κατά τόπο αρμόδια τα
δικαστήρια του τόπο περιέλευσης στον προτείνοντα της αποδοχής της προτάσεως
αλλά και εκείνου καταβολής κατ΄ άρ. 321 ΑΚ της χρηματικής παροχής μετά την
πραγμάτωση του κινδύνου.
Αριθμός απόφασης 280/2005
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, Πρόεδρο
Εφετών, Νικόλαο Καραδημητρίου, και Ελένη Φραγκάκη-Εισηγήτρια, Εφέτες και τη
γραμματέα Αικατερίνη Διακοκολιού, δικαστική υπάλληλο του Εφετείου
Δωδεκανήσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό τους τη Ρόδο την 13η Μαϊου 2005, για
να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:
Του εκκαλούντος: Φ.Μ., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε στο
Δικαστήριο μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο (με αριθ.
133.142 γραμμάτιο προείσπραξης Δ.Σ Ρόδου).
ΚΑΤΑ
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλειών που εδρεύει στην
Κηφισιά με την επωνυμία «….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε
στο δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Καραμιχάλη.
Ο εκκαλών άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και στο Τμήμα ειδικής
διαδικασίας, κατά της εφεσίβλητης την από 12-12-2000 και με αριθ. εκθ. κατ.
83/14-3-2001 αγωγή του. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ` αριθμ. 104/2002 μη
οριστική απόφασή του διέταξε την εκδίκαση της αγωγής από το αρμόδιο καθ` ύλη
και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου κατά την τακτική διαδικασία και το
τελευταίο με την υπ` αριθμ. 113/2003 μη οριστική και πάλι απόφασή του κήρυξε
εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά της τελευταίας αποφάσεως ο ενάγων άσκησε
την ένδικη από 5-10-2003 και με αριθ. εκθ. κατ. 237/7-10-2003, έφεσή του,
αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ.
εκθ. κατ. 323/13-10-2003, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα στο
πινάκιο ορίσθηκε δικάσιμος, μετ` αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της
απόφασης αυτής.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε
νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ένδικη έφεση κατά της 113/2003 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου (αρ. 511, 513 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), με την οποία, εκδικασθείσα
κατά την τακτική διαδικασία και κατ` αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε
νομότυπα (με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση – αρ. 495 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και εμπρόθεσμα
(αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης – αρ. 499, 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ)
από τον ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντα κατά του αντιδίκου
του (αρ. 516 παρ. 1, 517 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, νόμιμα φερόμενη στο Δικαστήριο
αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει
τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και την
βασιμότητα των λόγων της (αρ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
Στην από 12-12-2000 και με αρ. καταθ. 83/2001 αγωγή του ο ενάγων και ήδη
εκκαλών, εξέθεσε ότι στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως
επιχειρηματίας εκμισθώσεως αυτοκινήτων εξεμίσθωσε στον αλλοδαπό V.A. το με
αρ. κυκλ. ……….. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του το οποίο και κατά την
κάλυψη ιδίων ζημιών ήταν ασφαλισμένο (μικτή ασφάλιση) στην εναγομένη και ήδη
εφεσίβλητη. Ότι στις 15-8-1999 το αυτοκίνητο αυτό οδηγούμενο από τον ως άνω
μισθωτή στο ύψος του 20ου χιλιομέτρου της εθνικής οδού Ρόδου- Λίνδου και
συγκεκριμένα κατά την είσοδό του στο χωριό Αφάντου, εξετράπη της πορείας του
και προσέκρουσε σε τοίχο περίφραξης με αποτέλεσμα να υποστεί τις υλικές
ζημίες για την αποκατάσταση των οποίων ο ενάγων εκμισθωτής δαπάνησε, κατά τα
αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή, 991.934 δρχ. (και ήδη 2.869 €). Βάσει των
περιστατικών αυτών ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει
εντόκως από την επίδοση της, ποσό ύψους 2.581.934 δρχ. (7.577€) ως
αποκατάσταση των εκ του συμβάντος αυτού ζημιών του, συνισταμένων όχι μόνο
στις ως άνω δαπάνες επισκευής αλλά και στη μείωση της αγοραστικής αξίας του
αυτοκινήτου ύψους 900.000 (2.641€) και διαφυγόντα κατά το διάστημα της
επισκευής του, προελθόντα από τη στέρηση χρήσεως του, κέρδη, ύψους 690.000
δρχ. (2.024 €). Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη έκρινε ότι το
Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου ήταν τοπικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της
αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο υλικά και τοπικά αρμόδιο
Μονομελές Δικαστήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι η εναγομένη ασφαλιστική
εταιρία εδρεύει στην πόλη της Αθήνας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο
εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου από το Πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, δηλαδή των διατάξεων που αφορούν αποκλειστικά την κατά τόπο
αρμοδιότητα του δικαστηρίου και ζητά την εξαφάνισή της εκκαλουμένης
απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως βάσιμη νομικά και
ουσιαστικά καθ ολοκληρίαν και την καταδίκη της εφεσίβλητης στη δικαστική
δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Α) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 33 Κ.Πολ.Δ, διαφορές που αφορούν
την ύπαρξη και το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή καθώς και όλα τα δικαιώματα που
απορρέουν από αυτήν μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια
του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει
να εκπληρωθεί η παροχή. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων
185, 189 και 192 Α.Κ, τα οποία εφαρμόζονται από το δικαστήριο, ενώπιον του
οποίου εκκρεμεί ορισμένη υπόθεση για την συνδρομή της κατ` άρθρο 33 Κ.Πολ.Δ
κατά τόπον αρμοδιότητος, η τελείωση και επομένως, η κατάρτιση της συμβάσεως
επέρχεται, αφότου η δήλωση για την αποδοχή της προτάσεως περιήλθε στον
προτείνοντα. ΄Eτσι, ως τόπος καταρτίσεως της συμβάσεως, θεωρείται ο τόπος
στον οποίο περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της προτάσεως (ΕφΑθ. 5134/2003
ΕλΔνη 45. 194, ΕφΛαρ. 287/2002 ΕΠΙΣΚ ΕΜΠΔ 2003/458). Β) Περαιτέρω ως τόπος
εκπλήρωσης παροχής νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τόπος εκπλήρωσης,
δηλ. ο τόπος εκτέλεσης της παροχής του εναγομένου, δηλαδή αυτός που
προκύπτει από τη δικαιοπραξία, ρητά ή σιωπηρά, αλλιώς αυτός που καθορίζεται
από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 Α.Κ. Ο τόπος εκπλήρωσης
εξετάζεται, όχι σε σχέση με όλη τη σύμβαση, αλλά με την επίδικη παροχή, σε
περίπτωση δε που αυτή είναι χρηματική, τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι
κατά το άρθρο 321§1 Α.Κ, ο τόπος στον οποίο ο δανειστής έχει την κατοικία του
κατά τον χρόνο της καταβολής. Η σύμβαση ασφάλισης είναι αμφοτερής,
καταρτιζομένη με απλή συναίνεση των μερών και λογίζεται καταρτισμένη από τότε
που ο ασφαλιστής θα αποδεχθεί την περί ασφαλίσεως πρόταση (ΕφΑθ. 4939/2003
ΕΕΜΠΔ 2003/626). Γ) Στη σύμβαση ασφαλίσεως, μετά την επέλευση της
ασφαλιστικής περιπτώσεως, η υποχρέωση του ασφαλιστή να παρέχει ασφαλιστική
προστασία μετατρέπεται σε υποχρέωση παροχής για τον κίνδυνο που
πραγματοποιήθηκε, η οποία παροχή είναι χρηματική και καταβάλλεται στον τόπο
που έχει συμφωνηθεί, αλλιώς στον τόπο, κατοικίας του αντισυμβαλλομένου ή του
δικαιούχου. Η ύπαρξη της ασφαλιστικής περιπτώσεως μεταβάλλει δηλαδή τον
ασφαλιστή σε οφειλέτη της παροχής αυτής (ΕφΘρ. 368/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000. 737
οπ. και παραπομπές στη νομολ. και τη θεωρία.).
IV. Συνεπώς σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα στο ιστορικό της απόφασης και τη
μείζονα πρόταση αυτής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν, κατ` άρθρο 33
Κ.Πολ.Δ., κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, δεδομένου ότι η
Ρόδος είναι η πόλη, στην οποία καταρτίστηκε η σύμβαση ασφαλίσεως αφού, όπως
και η ίδια η εναγομένη αναφέρει, υπάρχει στην πόλη αυτή πράκτορας ασφαλίσεως
μέσω του οποίου περιήλθε η περί αποδοχής δήλωση της εναγομένης εταιρίας στην
πρόταση του ενάγοντος για ασφάλιση, και η οποία αποδοχή εκφράσθηκε με την
αποστολή σ` αυτόν του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επιπλέον, κατά τα παραπάνω,
στη Ρόδο βρίσκεται και ο τόπος εκπλήρωσης παροχής, αφού ο κίνδυνος για τον
οποίο είχε ασφαλισθεί το αυτοκίνητό του, (ασφάλιση ιδίων ζημιών),
πραγματοποιήθηκε και η εναγομένη – εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία έχει
υποχρέωση αποζημιώσεώς του για την καταστροφή του αυτοκινήτου του, που επήλθε
από το ιστορούμενο ατύχημα, ήτοι παροχή (η οποία) είναι χρηματική και ως εκ
τούτου καταβλητέα, κατά το άρθρο 321 Α.Κ, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί
διαφορετικά, ούτε άλλωστε επικαλείται κάτι τέτοιο η εναγομένη εταιρία, στον
τόπο κατοικίας του ενάγοντος- ασφαλισμένου, που είναι η πόλη της Ρόδου.
Καθιδρύεται δηλαδή ειδική συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας με τις δύο
παραπάνω μορφές της (άρθρο 33 Κ.Πολ.Δ) που ισχύει παράλληλα με τη γενική
νόμιμη δωσιδικία της κατοικίας του φυσικού προσώπου (άρθρο 22 Κ.Πολ.Δ) ή της
έδρας του εναγομένου νομικού προσώπου (άρθρο 25§2 Κ.Πολ.Δ). Άλλωστε, στην υπό
κρίση περίπτωση ο ενάγων, οποίος κατ` άρθρο 41 Κ.Πολ.Δ έχει το δικαίωμα της
επιλογής μεταξύ των περισσοτέρων, κατά τόπο αρμοδίων δικαστηρίων, επέλεξε το
Πρωτοδικείο της Ρόδου. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο το οποίο, δέχθηκε ότι στην κρινόμενη υπόθεση αρμόδιο κατά τόπο
δικαστήριο είναι μόνο εκείνο της έδρας της εναγομένης ασφαλιστικής και, χωρίς
να ερευνήσει την συνδρομή της, παραλλήλως με αυτήν υφισταμένης δωσιδικίας
του τόπου κατάρτισης της δικαιοπραξίας και της εκπλήρωσης της παροχής,
κήρυξε τον εαυτό του αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έσφαλλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Επομένως πρέπει η έφεση κατά παραδοχή της βασιμότητας του μόνου λόγου της
να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ` ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη
απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση από αυτό το δικαστήριο, το οποίο πρέπει
ακολούθως να προχωρήσει στην εκδίκαση της αγωγής με την ειδική διαδικασία
του άρθρων 666 και 670 έως 676 δεδομένου ότι πρόκειται για υφισταμένη μεταξύ
ασφαλισμένου και ασφαλιστή διαφορά η οποία έχει ως αντικείμενο απαίτηση από
σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου (άρθρο 681Α εδ β).
V. Α). Από τις διατάξεις των αρ. 1 και 2 του ν. 2496/1997 προκύπτει ότι με τη
σύμβαση ασφαλίσεως, ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου, αναλαμβάνει την
υποχρέωση να καταβάλει στον ασφαλισμένο αποζημίωση για τη ζημία που θα
υποστεί από την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως κατά τη διάρκεια της
ασφαλίσεως, η οποία μπορεί, με ρητή συμφωνία των μερών να αρχίζει από χρόνο
πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη αγνοούσαν
την τυχόν επέλευση του κινδύνου από την τυχόν συμφωνημένη έναρξη της
ασφαλιστικής καλύψεως μέχρι την κατάρτιση της συμβάσεως (Α.Π 848/2002
προσκομιζόμενη, ερμηνεύοντας την αντίστοιχη διάταξη των αρ. 189 και 192 ΕμπΝ
που δεν ισχύουν πλέον μετά την θέση σε ισχύ του ν. 2496/1997). Ειδικότερα δε
με το αρ. 1 του ν. 2496/1997 που δίνει την έννοια της ασφαλιστικής
περίπτωσης: ” ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει… παροχή σε χρήμα
…όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η
υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση”), στοιχείο δε της ασφαλιστικής σύμβασης
κατά το ίδιο αρ. 1 παρ. 2 είναι και “… το είδος του κινδύνου (ασφαλιστικοί
κίνδυνοι”). Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του αρ. 7 παρ. 7 του ν.2496/97
η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όταν
πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι επέλθει η ζημία, προς κάλυψη
της οποίας έχει συνομολογηθεί η ασφαλιστική σύμβαση. Β) Η ως άνω υπό κρίση
αγωγή, η οποία αναφέρεται σε ασφάλιση ιδίων ζημιών, ως προς τα αιτήματα που
αναφέρονται στην μείωση της εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου κατά το ποσό των
900.000 (2.641€) και στα, κατά το διάστημα της επισκευής του, διαφυγόντα
κέρδη του ενάγοντος ύψους 690.000 δρχ. (2.024€) και είναι αόριστη και πρέπει
ν` απορριφθεί, αφού δεν εκτίθενται αν η επικαλούμενη σ΄ αυτήν σύμβαση
ασφάλισης περιλαμβάνει και την αποζημίωση των περιπτώσεων αυτών. Κατά λοιπά
είναι νόμιμη στηριζομένη στις ως άνω αναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1,2
και 7§7 εδ.α του ν. 2496/1997 και πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν. Η
εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, συνομολογεί τη σύμβαση
ασφάλισης πλην όμως αρνείται την έναντι του εναγομένου υποχρέωσή της προς
παροχή του ασφαλίσματος, αμφισβητώντας την αιτία επέλευσης των ζημιών
ισχυριζόμενη παράλληλα ότι το ασφαλισμένο αυτοκίνητο είχε υποστεί τις
αναφερόμενες στην αγωγή ζημίες σε προγενέστερο του διαστήματος της
ασφαλιστικής κάλυψης του χρόνο.
VI. Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι μεταξύ των
οποίων περιλαμβάνονται και οι μη αμφισβητούμενης γνησιότητας (άρθρα 444
αρ.3, 447, 448 παρ.2 και 457 παρ.4 Κ.Πολ.Δ.) φωτογραφίες του ζημιωθέντος
αυτοκινήτου, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα εξής
πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί στη Ρόδο επιχείρηση εκμισθώσεως
αυτοκινήτων με τον διακριτικό τίτλο “……”. Με το με αρ. 10-168430/2-8-
1999 συμβόλαιο της εναγομένης εταιρίας είχε ασφαλίσει σ` αυτήν το με αρ.
κυκλ. …… Ι.Χ.Ε., εργοστασίου κατασκευής NISSAN, αυτοκίνητο ιδιοκτησίας
του για το από 13-7-1999 έως και 13-10-1999 χρονικό διάστημα αφενός μεν για
την κάλυψη της έναντι τρίτων, από αυτοκινητιστικά ατυχήματα αστικής του
ευθύνης, αφετέρου δε και για την κάλυψη ιδίων ζημιών που τυχόν θα προκαλούντο
στο αυτοκίνητο από διάφορες αιτίες (ατυχήματα, κλοπή, πυρκαϊά κ.λ.π.). Στις
27-8-1999, όπως η ίδια η εναγομένη αναφέρει, χωρίς να προσκομίζει το σχετικό
έγγραφο, ότι ο ενάγων έκανε δήλωση στην εναγομένη ότι το ως άνω ασφαλισμένο
σ` αυτή αυτοκίνητο, υπέστη ζημίες διότι στις 15-8-1999 οδηγούμενο από τον
μισθωτή V.A., εξετράπη της πορείας του και προσέκρουσε σε τοίχο περίφραξης.
Περαιτέρω δε αυτός, επικαλούμενος την μεταξύ τους υφισταμένη σύμβαση
ασφαλίσεως, αξίωσε την κάλυψη της δαπάνης επισκευής του ασφαλισμένου
αυτοκινήτου η οποία ανήλθε συνολικά (αγορά ανταλλακτικών ,επισκευή και βαφή
στις 991.934 δρχ. και ήδη 2.869 €. Η εναγομένη μετά τη δήλωση του ενάγοντος
δεν εκλήθη προς εξέταση του ασφαλισθέντος αυτοκινήτου για να διαπιστώσει την
ζημία. Κατά την προς αυτήν δήλωση του ενάγοντος, το αυτοκίνητο ήταν
επισκευασμένο και έτσι η εναγομένη δεν μπόρεσε να διαπιστώσει την έκταση και
το είδος των, εκ της προσκρούσεως προκληθέντων στο ασφαλισμένο αυτοκίνητο,
ζημιών, αλλά ούτε υπεδείχθη σ` αυτή το σημείο και συγκεκριμένα ο τοίχος στον
οποίο τούτο προσέκρουσε. Περαιτέρω από όσα ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην
αγωγή του σημειώνονται οι εξής αντιφάσεις: 1) Ο ασφαλιστικός κίνδυνος,
φέρεται να επήλθε την 15-8-1999 κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου από το ως
άνω αλλοδαπό, στον οποίο ωστόσο, όπως πάλι στην αγωγή αναφέρεται τούτο
εξεμισθώθη από τον ενάγοντα σ` αυτόν για το από 25 έως 30 Αυγούστου χρονικό
διάστημα.(βλ και το υπό του ενάγοντος προσκομιζόμενο με επίκληση με αρ.
06020/1999 μισθωτήριο συμβόλαιο της “…..”). Δεν μπορεί δε το Δικαστήριο
να οδηγηθεί στην κρίση ότι η ημέρα επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου στις
15/8/1999 οφείλεται σε προφανή παραδρομή του συντάξαντος το δικόγραφο, αφού
στις, εξ` αρχής και επανειλημμένως γενόμενες επισημάνσεις του εναγομένου
τόσο στο πρωτόδικο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι πρόκειται για
αντίφαση, (βλ τις κατατεθειμένες προτάσεις), ο ενάγων ουδέποτε δήλωσε ότι η
ημέρα επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου είναι άλλη από την 15-8-1999 και
ότι η αναγραφή της ημεροχρονολογίας αυτής του ατυχήματος οφείλεται σε
παραδρομή. Επιπλέον με δεδομένο ότι το ασφαλισμένο αυτοκίνητο προσέκρουσε σε
τοίχο στις 15/8/1999 και στη συνέχεια εξεμισθώθη στις 25-8-1999 το
Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι τούτο κατά την γενομένη προς την
εναγομένη δήλωση είχε επισκευασθεί. 2) Στην αγωγή αναφέρεται ότι η επισκευή
του αυτοκινήτου εγένετο σύμφωνα με τις υποδείξεις των από 15-10-2000 εκθέσεων
πραγματογνωμοσύνης του παραγματογνώμονος εκτιμητή ζημιών Α.Κ., τις οποίες
πράγματι ο ενάγων προσκομίζει. Ωστόσο παρακάτω στην αγωγή του επικαλείται ότι
η αγορά των ανταλλακτικών, οι εργασίες φανοποιίας και βαφείου έγιναν τον
Οκτώβριο του έτους 1999 δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο (ένα έτος πριν από τις
εκθέσεις του Α.Κ.), των υποδείξεων επισκευής, ενώ εξάλλου και τα σχετικά
τιμολόγια που προσκομίζει προς απόδειξη των δαπανών επισκευής φέρουν
ημερομηνία 1/10/1999 και 8/10/1999. Σημειώνεται ότι ο ενάγων ουδεμία
διαμαρτυρία διατυπώνει στις επισημάνσεις αυτές της εναγομένης παρά το γεγονός
ότι γνωρίζει το περιεχόμενο των κατατεθειμένων και στα δύο Δικαστήρια
προτάσεων. Από τα περιστατικά αυτά το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η
επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή η εκ της προσκρούσεως ζημία του
ασφαλισμένου αυτοκινήτου είχε επέλθει σε προγενέστερο της ασφαλιστικής
καλύψεως (13-7-1999) χρόνο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, πέρα από τα όσα
εκτέθηκαν, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ενάγων δεν επικαλείται ούτε
προσκομίζει συμφωνητικά μίσθωσης του ασφαλισμένου αυτοκινήτου αφενός για το
από την έναρξη του χρόνου της ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι την φερομένη στις
15, ή έστω, στις 25 Αυγούστου πρόσκρουσή του και αφετέρου για το άμεσα
προγενέστερο της ασφαλιστικής του καλύψεως χρονικό (1έως 12 Ιουλίου 1999)
διάστημα. Μετά απ` αυτά ο ενάγων, οποίος έχει και το βάρος της απόδειξης για
την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στο διάστημα της ασφαλιστικής καλύψεως
δεν απέδειξε ότι το αυτοκίνητο υπέστη ζημία εντός του συγκεκριμένου χρονικού
διαστήματος, ούτε και την αιτία από την οποία προκλήθηκαν οι ζημίες στο
ασφαλισμένο αυτοκίνητο. Συνεπώς η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην
ουσία της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εναγομένης των δύο βαθμών
δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα καθορίζεται στο διατακτικό, σε βάρος του
ενάγοντος, οποίος ηττήθηκε (178, 183, 189, 191 ΚΠολΔ., 99 επ. Κωδ. περί
δικηγόρων)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ` αριθμ. 113/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδο
Κρατεί και δικάζει την από 12-12-2000 και με αρ. καταθ. 83/2001 αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Eπιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος – εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της
εναγομένης – εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας την οποία καθορίζει
στο ποσόν των πεντακοσίων (500) Ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 8-9-2005, σε μυστική διάσκεψη και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 12-9-2005, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με
παρούσα τη γραμματέα.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)