243/2006 ΕΦ ΔΩΔ (435276)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Αποκλειστική υπαιτιότητα οδηγού ΙΧΕ αυτοκινήτου
που δε μείωσε ταχύτητα σε ισόπεδο οδικό κόμβο, άλλαξε πορεία, εισήλθε στο
αντίθετο ρεύμα και απέκοψε την ευθύγραμμη πορεία οδηγού δικύκλου. Ψυχική
οδύνη. Επιδίκαση 50 χιλ.ευρώ στη σύζυγο, 30 χιλ.ευρώ στα τέκνα, 5 χιλ.ευρώ
στους γαμβρούς και εγγόνια και 20 χιλ.ευρώ σε εγγόνι με ιδιαίτερους δεσμούς.
Αντέφεση. Το δικαίωμα μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, μετά την έκδοση
της πρωτοβάθμιας απόφασης, αποβιώσαντος διαδίκου. Ανήλικοι. Μετά την
ενηλικίωση παρίστανται με το όνομά τους. Διάδικοι. Παραδεκτά χωρεί συζήτηση
της έφεσης με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος αντιδίκου και τους
ενηλικιωθέντες, αν ο εκκαλών αγνοούσε τις ανωτέρω μεταβολές. Δικαστικά
τεκμήρια. Ως τέτοια λαμβάνονται τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας.
Αριθμός απόφασης 243/2006
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευριπίδη Λαγουδιανάκη, Πρόεδρο Εφετών,
Καλλιόπη Πυροβολάκη, Εμμανουήλ Βασιλάκη-Εισηγητή, Εφέτες, και τη γραμματέα
Αικατερίνη Διακοκολιού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 7η Απριλίου 2006, για να
δικάσει τις ακόλουθες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις:
(Α) Της εκκαλούσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας που εδρεύει στην Αθήνα με
την επωνυμία «……………………………………………», νόμιμα
εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της
Γρηγορίου Μοράρη (αριθ. 3.078 γραμμάτιο προείσπραξης ΔΣ Ρόδου).
Των εφεσιβλήτων: 1)… 11), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου
δικηγόρου τους Ιωάννη Καραμιχάλη, (αριθ. 2.954 γραμμάτιο προείσπραξης ΔΣ
Ρόδου), πλην του 8ου που απεβίωσε.
(Β) Των αντεκκαλούντων: 1) …. 11), οι οποίοι παραστάθηκαν διά του
πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Καραμιχάλη (αριθ. 2.954 γραμμάτιο
προείσπραξης ΔΣ Ρόδου), πλην του 8ου που απεβίωσε.
Της αντεφεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας που εδρεύει στην Αθήνα με
την επωνυμία «…………………………………………..», νόμιμα
εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της
Γρηγορίου Μοράρη (αριθ. 3.078 γραμμάτιο προείσπραξης ΔΣ Ρόδου).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της εκκαλούσας και του Χ.Λ., μη διαδίκου εν
προκειμένω, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου την από 10-1-2003 και με
αριθ.εκθ.κατ. 63/11-3-2003, περί αποζημιώσεως από αυτοκινητικό ατύχημα αγωγή
τους. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ` αριθμ. 36/2005 οριστική απόφασή του,
που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της
αποφάσεως αυτής η 2η εναγόμενη, ασφαλιστική εταιρεία, άσκησε στο Δικαστήριο
που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 20-4-2005 και με
αριθ.εκθ.κατ.113/22-4-2005, έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη
γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ.εκθ.κατ.158/26-4-2005 και οι
ενάγοντες άσκησαν στο Δικαστήριο αυτό την από 20-6-2005 και με αριθ.εκθ.κατ.
515/12/12-2005 αντέφεσή τους. Για τη συζήτηση της έφεσης και της αντέφεσης
που γράφτηκαν νόμιμα στο πινάκιο ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή
της απόφασης αυτής.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα
με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.
Μελετησε Τη Δικογραφια
Σκεφθηκε Συμφωνα Με Το Νομο
Η υπό κρίση από 20-4-2005 έφεση και η από 20-6-2005 αντέφεση, οι οποίες
εκκρεμούν στο Δικαστήριο αυτό κατά της 36/2005 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που
αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως για ζημιές που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο,
καθώς και από τη σύμβαση ασφαλίσεώς του (άρθρα 681Α, 666, 667 και 670 έως 676
ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, (άρθρα 674, 495, 499, 511,
516, 517, 518, 520 και 523 ΚΠολΔ). Επομένως είναι τυπικά δεκτές, εφόσον η από
20-6-2005 αντέφεση αναφέρεται στα κεφάλαια που προσβάλλονται με την έφεση και
επιδόθηκε νομίμως και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και
το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).
Οσον αφορά τον όγδοο ενάγοντα Τ.Ρ., που αποβίωσε στις 22-5-2005, δηλαδή μετά
την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και σε χρονικό σημείο που δεν υπήρχε
εκκρεμής δίκη ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη
της δίκης, το δικαίωμα προς άσκηση αντέφεσης περιήλθε στους καθολικούς
κληρονόμους αυτού, που είναι οι 2η, 5ος, 7η, 8ος και 9ος των αντεκκαλούντων,
οι οποίοι παραδεκτά άσκησαν αντέφεση και κατά το ποσοστό του κληρονομικού
τους δικαιώματος. Επίσης ο 9ος και 11ος των εναγόντων Π.Ρ. και Κ.Ζ., οι
οποίοι στην πρωτόδικη δίκη ήταν ανήλικοι και αντιπροσωπεύτηκαν σ` αυτήν, ο
πρώτος από τους ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς του, τρίτη και πέμπτο των
αντεκκαλούντων και ο δεύτερος από την έχουσα την επιμέλειά του, πρώτη των
αντεκκαλούντων, μετά την ενηλικίωσή τους, που επήλθε μετά τη συζήτηση στον
πρώτο βαθμό, παραδεκτά άσκησαν την αντέφεση και παρίστανται με το δικό τους
όνομα (Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση έκδ. Ε παρ. 48, 49. Β.Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπό άρθρο
516 αρ. 7α και 9). Τέλος, επειδή η εκκαλούσα δεν είχε λάβει γνώση των άνω
μεταβολών που επήλθαν μετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, ήτοι του θανάτου του
8ου ενάγοντος Τ.Ρ. και την ενηλικίωση του 9ου, Π.Ρ. και 11ου, Κ.Ζ., η υπό
κρίση έφεση που στρέφεται κατά του άνω Τ.Ρ. και των αντιπροσώπων του 9ου και
11ου, όπως παραστάθηκαν πρωτοδίκως, πριν επέλθουν οι μεταβολές, δεν είναι
άκυρη και η συζήτηση της έφεσης θα γίνει με αντιδίκους τους άνω κληρονόμους
του θανόντος και τους ενηλίκους πλέον ενάγοντες (Σ. Σαμουήλ οπ παρ. 84 και
84α, ΑΠ 192/1981, ΝοΒ 1981.1391, ΕΑ 2103/1995 ΕλλΔνη 39.385, ΕΑ 3820/1993
ΕλλΔνη 35.470).
Με την από 10-1-2003 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου,
οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι-αντεκκαλούντες, εκθέτουν, ότι στον τόπο και
χρόνο και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφουν έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα,
κατά το οποίο ο πρώτος εναγόμενος Χ.Λ., μη διάδικος εν προκειμένω, οδηγώντας
αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην δεύτερη εναγομένη και ήδη
εκκαλούσα συγκρούστηκε με μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο Β.Χ., σύζυγος της
πρώτης, πατέρας της δεύτερης και τρίτης, πεθερός του τέταρτου και πέμπτου και
παππούς των λοιπών εναγόντων, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του
συγγενούς τους. Παραπέρα εκθέτουν, κατ` εκτίμηση του δικογράφου, ότι, ο
πρώτος εναγόμενος δεν ασκεί τα δικαιώματά του από τη σύμβαση ασφάλισης με την
δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία και ζητούν να υποχρεωθεί αυτή να
καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 1.540.000 ευρώ, για χρηματική
ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς
τους, κατά το αναφερόμενο για καθένα ποσό και να υποχρεωθεί επίσης ο πρώτος
να καταβάλει το άνω ποσό στους ενάγοντες με την προς αυτόν καταβολή του. Το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την
αγωγή και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες τα
αναφερόμενα σε καθένα ποσά και την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία να
καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο τα ίδια ποσά. Κατά της απόφασης αυτής
παραπονείται η εκκαλούσα, δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την
ένδικη έφεσή της και οι ενάγοντες με την αντέφεσή τους, όπως παραπάνω
αναφέρεται ότι παρίστανται, για τους αναφερόμενους σ` αυτές λόγους, που όλοι
ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των
αποδείξεων και διώκουν την εξαφάνισή της, ώστε για μεν τους ενάγοντες-
αντεκαλλούντες να γίνει η αγωγή δεκτή στο σύνολό της, για δε την εναγομένη-
εκκαλούσα να απορριφθεί ως προς αυτήν η αγωγή στο σύνολό της.
Από την ανώμοτη κατάθεση της πρώτης ενάγουσας και την κατάθεση της μάρτυρος,
που εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,
οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασής
του, από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, από τα έγγραφα της
συναφούς ποινικής δικογραφίας, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια
(ΑΠ 283/2003 δημ. εις Νόμος, ΑΠ 1286/2003 Χρ.ΙΔ 2004.245) και από τις
προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα
444 αρ.3, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα παρακάτω: Στις 30-6-
2000 και ώρα περίπου 20:00 ο Β.Χ., σύζυγος της πρώτης, πατέρας της δεύτερης
και τρίτης, πεθερός του τέταρτου και πέμπτου και παππούς των λοιπών
εναγόντων, οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……… δίκυκλο μοτοποδήλατο,
ιδιοκτησίας του επί της επαρχιακής οδού Γενναδίου-Κατταβιάς, με κατεύθυνση
από Κατταβιά προς Γεννάδι. Κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο ο πρώτος εναγόμενος
Χ.Λ., μη διάδικος κατά την εν προκειμένω δευτεροβάθμια δίκη, οδηγούσε το με
αριθμό κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την
έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, επί της
ίδιας επαρχιακής οδού με αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι από Γεννάδι προς Κατταβιά.
Σε μικρή απόσταση πριν από το χωριό Κατταβιά, υφίσταται διακλάδωση της άνω
οδού και ο δρόμος διαχωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις, αυτήν που οδηγεί ευθέως
προς Κατταβιά και η άλλη που οδηγεί με αριστερή απόκλιση προς Απολακκιά. Πριν
από την διασταύρωση αυτή υφίσταται άλλη διασταύρωση που σχηματίζεται από την
πρώτη οδό ……….. με την οδό από ………….. .
Σχηματίζεται έτσι από τις άνω διασταυρώσεις ένα μεγάλο πλάτωμα, η δε μοναδική
ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα που υφίσταται είναι η πινακίδα με το σήμα
STOP, ευρισκόμενη στην οδό που κινεί από Μεσαναγρό προς Κατταβιά,
τοποθετημένη πριν από το εν λόγω πλάτωμα. Ετσι για τους κινούμενους στην οδό
……………………………………………. ισχύει ο κανόνας ότι, η
προτεραιότητα ανήκει σ` αυτόν που έρχεται από δεξιά (άρθρο 26 παρ. 5 του ν.
2696/1999). Ο πρώτος εναγόμενος κινούμενος κατά τα ανωτέρω στην άνω οδό
Γενναδίου-Κατταβιάς και προτιθέμενος να εισέλθει στην οδό προς Απολακκιά
επιχείρησε αριστερό ελιγμό, με αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα
πορείας, να αποκόψει την ευθύγραμμη πορεία του οδηγού του δικύκλου, να
προσκρούσει με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του στο εμπρόσθιο
μέρος του δικύκλου, το οποίο παρέσυρε μαζί με τον οδηγό του και να του
προκαλέσει τις παρακάτω σωματικές βλάβες, οι οποίες επέφεραν τον θάνατό του.
Η άνω σύγκρουση, όπως παραπάνω περιγράφεται οφείλεται στην αποκλειστική
υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, ο οποίος δεν οδηγούσε με σύνεση και χωρίς
να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του (άρθρο 12 παρ. 1 ν. 2696/1999) ούτε
μείωσε την ταχύτητά του όταν εισήλθε στον ισόπεδο οδικό κόμβο (άρθρο 19 παρ.4
ίδιου νόμου) και επεχείρησε αλλαγή πορείας με αποτέλεσμα να εισέλθει στο
αντίθετο ρεύμα πορείας της επαρχιακής οδού Κατταβιάς-Γενναδίου, να αποκόψει
την ευθύγραμμη πορεία του οδηγού του δικύκλου, ο οποίος είχε προτεραιότητα
και να συγκρουσθούν τα οχήματα με τον τρόπο που προεκτέθηκε. Η εναγομένη
ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει με τον πρώτο λόγο της έφεσης ότι το
ατύχημα συνέβη, επειδή ο οδηγός του μοτοποδηλάτου και συγγενής των εναγόντων
οδηγούσε το μοτοποδήλατο στην επαρχιακή οδό από Μεσαναγρό προς Κατταβιά και
παραβίασε την υφιστάμενη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα STOP και εισήλθε
στον κόμβο με αποτέλεσμα να μην προλάβει ο εναγόμενος οδηγός να αντιδράσει. Ο
ισχυρισμός αυτός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος,
αφού από κανένα από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε ότι ο οδηγός
του μοτοποδηλάτου προερχόταν από τον Μεσαναγρό. Περί αυτού ουδείς κατέθεσε.
Ακόμα και η εξετασθείσα ως μάρτυρας σύζυγος του εναγομένου που επέβαινε του
αυτοκινήτου κατέθεσε ότι ούτε αυτή ούτε ο σύζυγός της είδαν το μοτοποδήλατο.
Αντίθετα, η πρώτη ενάγουσα που εξετάστηκε ανωμοτί με σαφήνεια κατέθεσε ότι ο
σύζυγός της πριν από πέντε λεπτά από το ατύχημα είχε φύγει από το σπίτι τους
στην Κατταβιά και πήρε το δρόμο προς Ρόδο, στον Άγιο Παύλο και όχι προς
Μεσαναγρό. Επιβεβαιώνεται όμως και η παραπάνω περιγραφείσα σύγκρουση και η
πορεία των οχημάτων από τα συγκρουσθέντα μέρη αυτών, όπως απεικονίζονται στις
προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν
αμφισβητείται. Ειδικότερα, αν η σύγκρουση ελάμβανε χώρα, όπως ισχυρίζεται η
εναγομένη, εξαιτίας της παραβίαση του STOP από την πλευρά του οδηγού του
μοτοποδηλάτου, τα συγκρουσθέντα μέρη θα ήταν ή η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου
με το εμπρόσθιο τμήμα του μοτοποδηλάτου ή το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου
με την αριστερή πλευρά του μοτοποδηλάτου. Όμως τα συγκρουσθέντα μέρη, όπως
πιστοποιείται από τις φωτογραφίες, είναι το εμπρόσθιο τμήμα του μοτοποδηλάτου
και το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου και ειδικότερα στο τμήμα του δεξιού
φανού, πράγμα που επιβεβαιώνει την αποκοπή της πορείας του μοτοποδηλάτη, όταν
ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου επιχείρησε να αποκλίνει αριστερά από τον
κόμβο για να εισέλθει στην οδό προς Απολακκιά. Κατ` ακολουθίαν ο πρώτος λόγος
της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Συνεπεία της σύγκρουσης τραυματίστηκε ο συγγενής των εναγόντων Β.Χ., υποστάς
εκδορές (δε) ραχιαίας επιφανείας, (δε) χειρός, εκδορές (δε) κοιλιακής χώρας,
πολλαπλές διάσπαρτες εκδορές (δε) κνήμης (αρ) μηρού (αρ) κνήμης-(δε) μηρού,
και κάταγμα κάτω τριτημορίου (δε) μηριαίου, ανώμαλο θλαστικό τραύμα
βρεγματικής χώρας και αιμάτωμα αντίστοιχης χώρας. Από τα τραύματα προκλήθηκε
θρομβοαθηρωματική απόφραξη στεφανιαίων αγγείων, από την οποία επήλθε ο
θάνατος πριν διακομιστεί στο νοσοκομείο, γεγονός που συνομολογείται από την
εναγομένη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, οι ενάγοντες, σύζυγος, τέκνα, γαμβροί
από θυγατέρες και εγγονοί του αποβιώσαντος υπέστησαν ψυχική οδύνη από το
θάνατο του στο επίδικο ατύχημα. Ο αποβιώσας, ηλικίας 68 ετών, συμβίωνε με την
πρώτη ενάγουσα αρμονικά, ενώ ανέτρεφε μαζί με αυτήν και τον ενδέκατο
ενάγοντα, εγγονό του, μετά τον θάνατο της μητέρας του και μεταξύ τους
αναπτύχθηκαν ισχυροί δεσμοί αγάπης και σεβασμού, υπερβαίνοντες τις σχέσεις
που αναπτύσσονται μεταξύ παππού και εγγονού. Οι λοιποί ενάγοντες είχαν
στενούς και άρρηκτους συναισθηματικούς δεσμούς με τον αποβιώσαντα και ο
θάνατός του, που προήλθε αναπάντεχα προκάλεσε σε αυτούς έντονη ψυχική οδύνη.
Για τη χρηματική ικανοποίηση αυτής και τον καθορισμό του ύψους αυτής, το
Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα εξής προσδιοριστικά επί μέρους στοιχεία: α)
την αποκλειστική υπαιτιότητα του αδικοπραγήσαντος (πρώτου των εναγομένων), η
πράξη του οποίου συνιστά και ποινικό αδίκημα, (παράβαση άρθρου 302 παρ.1 του
ΠΚ), για το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο
Ρόδου, β) την ηλικία του θανόντος (68 ετών), γ) τον βαθμό της συγγένειας
εκάστου των εναγόντων, δ) τον βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας, της θλίψης και
του πόνου που δοκίμασε έκαστος των ως άνω δικαιούχων, καθώς και τις λοιπές
προσωπικές σχέσεις, ε) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών,
εκτός από την περιουσιακή κατάσταση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, η
ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική (βλ. Εφ. Αθ. 14234/1987 ΕλλΔνη 189.118, Αθ.
Κρητικού οπ αρ. 922). Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να επιδικαστεί στην πρώτη
ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση
για τη ψυχική οδύνη που υπέστη, στη δεύτερη και την τρίτη των εναγόντων το
ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ στην καθεμία από αυτές, στους
τέταρτο, πέμπτο, έκτη, έβδομη, όγδοο, ένατο και δέκατο των εναγόντων το ποσό
των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, στον καθένα από αυτούς και στον ενδέκατο το
ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Τα αυτά δεχθείσα και η εκκαλούμενη
που επιδίκασε τα αντίστοιχα ποσά στους ενάγοντες δεν έσφαλε και απορριπτέος
κρίνεται ο δεύτερος λόγος της έφεσης και η αντέφεση των εναγόντων στο σύνολό
της. Τέλος, απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος και τελευταίος λόγος της
έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η εναγομένη για την καταδίκη της στην εν
μέρει δικαστική δαπάνη, ύψους 5.000 ευρώ. Διότι με βάση τις διατάξεις περί
καταδίκης του διαδίκου ανάλογα με την έκταση της ήττας του (άρθρο 178 ΚΠολΔ)
και δοθέντος ότι το σύνολο των επιδικασθέντων εις βάρος της ποσό ανέρχεται σε
165.000 ευρώ, μόνον η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 100 και 107 του Κώδικα περί Δικηγόρων ανέρχεται σε 4.950
ευρώ (165.000Χ3%), χωρίς να υπολογίζονται τα άλλα έξοδα και συνεπώς η
επιδικασθείσα δαπάνη είναι μικρότερη και της νόμιμης. Τα δικαστικά έξοδα του
παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας
για την απορριφθείσα έφεση και εις βάρος των αντεκκαλούντων για την
απορριφθείσα αντέφεση (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πράγμα που
οδηγεί σε ολοκληρωτικό συμψηφισμό τους.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Συνεκδικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.
Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ` ουσίαν.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού
δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 21-8-2006, σε μυστική διάσκεψη και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 14-9-2006 σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με
παρούσα τη Γραμματέα.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ρ.Κ.
Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)