Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 781/2007 Εφετείο Δωδεκανήσου

78/2008 ΕΦ ΔΩΔ ( 517938)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Εργατικό δίκαιο. Μονομερής βλαπτική μεταβολή. Μουσικοί – τραγουδιστές. Η
σύμβαση εργασίας τους είναι ορισμένου χρόνου. Βάσιμη καταγγελία από μουσικό
της σύμβασης εργασίας η οποία είναι ορισμένου χρόνου λόγω απασχόλησης επί
έντεκα ημέρες, για το σπουδαίο λόγο μείωσης των αποδοχών του και δικαίωμα
λήψης των μισθών μέχρι τέλους της σύμβασης. Ένορκες βεβαιώσεις. Εύλογο
διάστημα καθυστέρησης τα 15 λεπτά. Δεν λαμβάνονται υπόψη αν δεν μνημονεύεται
η ώρα λήψης της ένορκης βεβαίωσης.

Αριθμός Απόφασης:78/2008

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ευριπίδη Λαγουδιανάκη, Πρόεδρο Εφετών,
Εμμανουήλ Βασιλάκη, Κωνσταντίνα Γιαννοπούλου [Εισηγήτρια], Εφέτες και τη
Γραμματέα Αικατερίνη Διακοκολιού.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 18.1.2008, για να δικάσει
την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

Του Εκκαλούντος: Γ. Σ., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε διά του
πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Καραμιχάλη.

Της Εφεσίβλητης: Ι. Συζ. Α. Ρ., κατοίκου Ρόδου, που παραστάθηκε μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Κουτσούκου.

Ο ενάγων (εκκαλών) άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου την από 24.5.2005
και με αριθ. εκθ. κατ. 151/26.4.2005 αγωγή του κατά της εναγομένης
(εφεσίβλητης). Το Δικαστήριο εκείνο με την 159/2006 οριστική απόφασή του,
απέρριψε την αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής
απόφασης, ο ενάγων άσκησε στο δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο
παρόν την ένδικη από 18.1.2007 και με αριθ. εκθ. κατ. 67/13.2.2007, αντίγραφο
της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ. εκθ. κατ.
67/15.2.2007. για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της
στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα
με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων,ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση έφεση κατά της υπ` αριθμ. 159/2006 οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την
ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ.), έχει ασκηθεί
νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι
κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πριν από την επίδοση
της εκκαλούμενης απόφασης άρθρ. 499 και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να
γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο
των λόγων της (άρθρ. 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Με την ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από 24.5.2005 και υπ` αριθμ.
καταθ. 151/26.5.2005 αγωγή του ο ενάγων, όπως αυτή πραδεκτά με τις κατά την
πρωτόδικη δίκη προτάσιες του περιορίστηκε (αρθρ. 223 § 1 ΚΠολΔ.) εξέθετε ότι,
με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε την 12.2.2004
από την εναγομένη, η οποία διατηρούσε το σ` αυτή (αγωγή) αναφερόμενο
νυκτερινό κέντρο διασκέδασης στη Ρόδο όπου εργάσθηκε ως μουσικός στο όργανο
συνθεσάιζερ τη χειμερινή περίοδο μέχρι 30.4.2004, από το σύστημα της
πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας από Τετάρτη έως και Κυριακή με ωράριο από
24:30 έως 04:00 με καθαρό ημερομίσθιο 80 ευρώ. Ότι με νέα σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγομένη την 1.5.2004 για να
εργασθεί τη θερινή περίοδο μέχρι 30.9.2004 με την ίδια ως άνω ιδιότητα του
μουσικού με καθαρό ημερομίσθιο 80 ευρώ, υπό το σύστημα πενθήμερης
εβδομαδιαίας εργασίας από 1.5 έως 30.6.2004 και υπό το σύστημα επταήμερης
εβδομαδιαίας εργασίας από 1.7 έως 30.9.2004. Ότι εργάσθηκε κατά τα σ` αυτή
(αγωγή) αναφερόμενα, αλλά την 3.6.2004 η εναγομένη του μείωσε το ημερομίσθιό
του στο ποσό των 60 ευρώ για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της εργασίας του,
όμως την μονομερή αυτή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν
την αποδέχθηκε και κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, κατά τα
ειδικότερα σ` αυτή (αγωγή) αναφερόμενα. Μετά απ` αυτά ζητούσε να υποχρεωθεί η
εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.397,01 ευρώ για αποζημίωση
συνιστάμενη στους απωλεσθέντες μισθούς από 15.5.2004 μέχρι τη λήξη της
εργασιακής σύμβασης, αναλογία δώρου Πάσχα, Χριστουγέννων, αποδοχές και
επίδομα άδειας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής
αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την
αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την ένδικη έφεση,
αιτούμενος για τους σ` αυτή διαλαμβανόμενους λόγους την εξαφάνισή της, με το
σκοπό να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 652 ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίσει
κάθε τι που ανάγεται στην οργάνωση και τη λειτουργία της επιχείρησής του
προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από
τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη και από το νόμο. Συνεπώς κάθε τροποποίηση όρου της σύμβασης
εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, η οποία δεν επιτρέπεται σ` αυτόν από τη
σύμβαση ή από το νόμο, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εις
βάρος του εργαζομένου. Η μεταβολή όμως αυτή δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση
της σύμβασης, ούτε υποχρεώνει τον εργαζόμενο να την αποδεχθεί ή να αποχωρήσει
από την υπηρεσία του, αλλά εάν μεν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, του
παρέχει το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή, κατά το άρθρο 7 του ν. 2112/1920
ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την
προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, εάν δε η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου,
όπως είναι και οι συμβάσεις εργασίας των μουσικών-τραγουδιστών σε κέντρα
διασκέδασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 9.6.1997 Σ.Σ.Ε. «για τους όρους
αμοιβής και εργασίας των μουσικών-τραγουδιστών κέντρων διασκέδασης», που
κηρύχθηκε υποχρεωτική από 6.10.1997 με την Υ.Α. 13498/27.10.1997 η οποία
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 993Β/7.11.1997, οπότε δεν έχει εφαρμογή ο ν. 2112/1920
και ειδικότερα το άρθρο 7 αυτού, αλλά του παρέχεται το δικαίωμα να την
καταγγείλει κατά το άρθρο 672 ΑΚ για σπουδαίο λόγο, τον οποίο συνιστά και η
παράβαση του όρου της σύμβασης και να ζητήσει κατ` άρθρο 673 ΑΚ. Από τον
αθετήσαντα τους όρους της σύμβασης εργοδότη την καταβολή αποζημίωσης που
συνίσταται στους μισθούς κατά το από της καταγγελίας και μέχρι τη λήξη της
σύμβασης χρονικό διάστημα (βλ. ΑΠ 907/2004, ΑΠ 94/1995 Ελλ.Δ/νη 38.587). Από
το συνδυασμό των τελευταίων ως άνω διατάξεων 672 και 673 ΑΚ προκύπτει με
σαφήνεια ότι: α) ο σπουδαίος λόγος που επιτρέπει την καταγγελία σύμβασης
ορισμένου χρόνου δεν προϋποθέτει αναγκαία υπαιτιότητα (πταίσμα) στο πρόσωπο
εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία, 2) τέτοιο σπουδαίο λόγο
αποτελεί κυρίως η παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα
περιστατικά που κατά αντικειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση
μη ανεκτή για τον εργοδότη ή το μισθωτό την παραπέρα συνέχιση της σύμβασης
και 3) για την εκτίμηση αν συντρέχουν τέτοια περιστατικά λαμβάνονται υπόψη η
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά και οι ιδιαίτερες περιστάσεις που
συνοδεύουν τέτοια περιστατικά στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΟλΑΠ 10/1995
ΕΕργΔ 55.374, Ελλ.Δ/νη 36.595).

Στην προκείμενη υπόθεση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός
από κάθε πλευρά) που εξετάσθηκαν ενόρκως κατά την πρωτόδικη δίκη, οι οποίες
περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης
του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες κατά το βαθμό γνώσης και το μέτρο
αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του
ενάγοντος Φ. Β. και Η. Γ. που περιέχονται στις υπ` αριθμ. 2451 και
2452/6.2.2006 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Ρόδου Θ. Χ., οι οποίες
λήφθηκαν κατά την πρωτόδικη δίκη, δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο
τούτο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθ` όσον αυτές λήφθηκαν
χωρίς την παράσταση της αντιδίκου του, η οποία είχε μεν κληθεί νομότυπα με
την από 3.2.2006 κλήση του για να παραστεί κατά την εξέταση των μαρτύρων του
ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ρόδου κατά την 6.2.2006 και ώρα 13:00
όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ. 1890Γ/3.2.2006 έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Μ. Κ., όμως στις προαναφερόμενες
δύο ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες λήφθηκαν μεν την 6.2.2006, δεν αναφέρεται
καθόλου σ` αυτές ποια ώρα της 6.2.2006 λήφθηκαν, ώστε να κριθεί από το
Δικαστήριο εάν οι παραπάνω δύο μάρτυρες προσήλθαν στην πιο πάνω
συμβολαιογράφο την ώρα 13:00 που αναγράφονταν στην επιδοθείσα στην αντίδικο
εναγομένη ως άνω κλήση ή εάν από λόγους που αφορούν τους ίδιους προσήλθαν με
καθυστέρηση πέραν του εύλογου χρόνου μέχρι 15΄ από την ορισθείσα ώρα έναρξης
13:00, οπότε αυτεπαγγέλτως δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο,
ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στην μη εμφανισθείσα αντίδικο (βλ.
ΟλΑΠ 20/2004 Ε.Ε.Ν. 2004.796, ΝοΒ 53.65) απ` όλα ανεξαιρέτως τα υπόλοιπα
εκατέρωθεν επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα έγγραφα (βλ. ΑΠ 363/2001
Ελλ.Δ/νη 43.198, ΑΠ 320/1999 Ελλ.Δ/νη 40.1310, ΑΠ 1021/1998 Ελλ.Δ/νη 39.1535)
τους ισχυρισμούς των διαδίκων μερών που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις
τους, αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων την
12.2.2004 προσελήφθη από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
ορισμένου χρόνου, ως μουσικός στο όργανο συνθεσάιζερ στο νυκτερινό κέντρο
διασκέδασης με το διακριτικό τίτλο «..» που διατηρεί η τελευταία στον οικισμό
Κρητικών της επαρχιακής οδού Ρόδου-Ιαλυσού για τη χειμερινή περίοδο μέχρι
30.4.2004, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του με καθαρό ημερομίσθιο 80 ευρώ υπό
το σύστημα της πενθήμερης εργασίας από Τετάρτη έως και Κυριακή με ωράριο
24:30 έως 04:00. Μετά τη λήξη της σύμβασης αυτής, ο ενάγων εξακολούθησε να
εργάζεται στο ως άνω κέντρο διασκέδασης της εναγομένης με την προαναφερόμενη
ιδιότητά του με καθαρό ημερομίσθιο 80 ευρώ υπό το ίδιο σύστημα της πενθήμερης
εργασίας από Τετάρτη έως και Κυριακή με το ίδιο ωράριο 24:30 έως 04:00, μέχρι
τη 15.5.2004, που η εναγομένη από 16.5.2004 διέκοψε προσωρινά τη λειτουργία
του καταστήματός της προκειμένου να ανακαινίσει το χώρο του για τη θερινή
περίοδο. Μετά το πέρας της ανακαίνισης την 3.6.2004 που άρχισε η
επαναλειτουργία του εν λόγω καταστήματος, επανήλθε ο ενάγων να εργασθεί, όμως
η εναγομένη του μείωσε την αμοιβή του στο ποσό των 60 ευρώ ως καθαρό
ημερομίσθιο, ενώ αρχικά όπως προαναφέρθηκε είχε συμφωνηθεί το ποσό των 80
ευρώ ως καθαρό ημερομίσθιο, όμως ο ενάγων αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες
του με το μειωμένο ημερομίσθιο 60 ευρώ. Ο τελευταίος την 7.6.2004 προσέφυγε
στην Επιθεώρηση Εργασίας Δωδεκανήσου, όπου προσκλήθηκε και η εναγομένη για
την 9.6.2004 ώρα 12:00, κατά την οποία εμφανίσθηκαν ο ενάγων και η εναγομένη
διά του νομίμου εκπροσώπου της γυιού της Γ. Ρ., και μετά από αναβολή για τη
18.6.2004 εμφανίσθηκαν εκ νέου οι ίδιοι ως άνω στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου
ενώ δέχθηκε η εναγομένη να επιστρέψει ο ενάγων να εργασθεί με ημερομίσθιο 80
ευρώ, στη συνέχεια η τελευταία με την από 21.6.2004 εξώδικη πρόσκληση δήλωσή
της, που κοινοποίησε στον ενάγοντα την 24.6.2004, όπως προκύπτει από την υπ`
αριθμ. 11259Β/24.6.2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού του
Πρωτοδικείου Ρόδου Μ. Κ., κάλεσε τον ενάγοντα να εργασθεί στην επιχείρησή της
με ημερομίσθιο 70 ευρώ, παρ` ότι στην Επιθεώρηση Εργασίας είτε δεχθεί να
εργασθεί ο ενάγων με ημερομίσθιο 80 ευρώ. Ο τελευταίος μετά το εξώδικο αυτό,
με την από 28.6.2004 εξώδικη δήλωσή του η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη
την 6.7.2004, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού
επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Μ. Κ., επί του κοινοποιηθέντος αυτού
εξωδίκου εγγράφου, δήλωσε ότι αν εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την
κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσής του δεν τον καλέσει να εργασθεί με το
συμφωνηθέν ημερομίσθιο 80 ευρώ, καταγγέλει τη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση,
για την ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης. Η καταγγελία αυτή
του ενάγοντος, η οποία έλαβε χώρα την 10.7.2004 ημέρα Σάββατο, έγινε, κατά
αντικειμενική κρίση λαμβανομένων υπόψη της καλής πίστης και των συναλλακτικών
ηθών κατά το άρθρο 672 ΑΚ για τον σπουδαίο λόγο της παράβασης του όρου της
σύμβασης, καθ` όσον η εκ μέρους της εναγομένης ανωτέρω αντισυμβατική μείωση
των αποδοχών του ενάγοντος, ασκήθηκε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του
διευθυντικού της δικαιώματος και συνιστά μονομερή εργοδοτική βλαπτική
μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, που καθιστούσε μη ανεκτή εκ μέρους
του ενάγοντος, τη συνέχιση της εργασιακής σύμβασης, με την αντισυμβατική αυτή
μείωση των αποδοχών του. Ο ενάγων αφού κατά τη θερινή περίοδο του 2004, που
άρχισε από 1η Μαίου έως 30 Σεπτεμβρίου, εργάσθηκε από 1.5 έως 15.5.2004, ήτοι
εργάστηκε πραγματικά έντεκα (11) ημέρες, θεωρείται ότι καταρτίσθηκε έγκυρη
σύμβαση εργασίας για όλη τη θερινή περίοδο από 1.5.2004 έως 30.9.2004, καθ`
όσον εργάσθηκε πραγματικά τουλάχιστον έξι (6) ημέρες, σύμφωνα με το άρθρο 9
της από 9.6.1997 Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των μουσικών-
τραγουδιστών κέντρων διασκέδασης» που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 6.10.1997 με
την Υ.Α. 13498/27.10.1997 η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 993Β/7.11.1997, με το
οποίο ορίζεται ότι, η πρόσληψη των μισθωτών μουσικών από οποιαδήποτε εργοδότη
θεωρείται ότι έγινε για ολόκληρη τη μουσική περίοδο που ακολουθεί, αν ο
μισθωτός εργάστηκε πραγματικά τουλάχιστον 6 ημέρες. Με το άρθρο 7 της ίδιας
ως άνω από 9.6.1997 Σ.Σ.Ε. ορίζεται ότι, οι συμβάσεις εργασίας των μουσικών,
μεταξύ των οποίων και οι εκτελεστές μουσικών οργάνων όπως στην προκειμένη
περίπτωση ο ενάγων, καταρτίζονται για μουσικές περιόδους και είναι ορισμένου
χρόνου. Οι μουσικές περίοδοι κατ` έτος είναι δύο. Η χειμερινή που αρχίζει την
1η Οκτωβρίου και λήξει στο τέλος Απριλίου του επομένου έτους και η θερινή που
αρχίζει από 1η Μαίου και λήξει στο τέλος Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ενώ
ενδεχόμενη ανανέωση ή παράταση της σύμβασης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της
σύμβασης των μσιθωτών που είναι ορισμένου χρόνου. Ο ισχυρισμός της εναγομένης
ότι μεταξύ αυτής και του ενάγοντος καταρτίσθηκαν δύο συμβάσεις εργασίας,
χρονικής διάρκειας η πρώτη από 12.2.2004 έως 15.5.2004 και η δεύτερη την
3.6.2004 με ημερομίσθιο 60 ευρώ, η οποία δεν αποτελούσε συνέχεια της
προηγούμενης κατά την οποία δεύτερη αυτή σύμβαση ο ενάγων εργάσθηκε τις
ημερομηνίες 3 και 4.6.2004 και αποχώρησε μόνος του, και αφού δεν εργάσθηκε
πραγματικά τουλάχιστον έξι (6) ημέρες που προβλέπει η σχετική Σ.Σ.Ε., δεν
μπορεί να έχει εφαρμογή γι` αυτόν (ενάγοντα) η Σ.Σ.Ε., κρίνεται απορριπτέος
ως ουσία αβάσιμος, καθ` όσον κατά τα προαναφερθέντα ο ενάγων εργάστηκε
πραγματικά 11 ημερομίσθια κατά τη θερινή περίοδο του 2004, που άρχισε από την
1.5 έως 30.9.2004, αφού και κατά τον ισχυρισμό της εναγομένης, εργάσθηκε ο
ενάγων από 1.5 έως 15.5.2004, που προσωρινά αυτή (εναγομένη) διέκοψε τη
λειτουργία του καταστήματός της για να το ανακαινίσει για τη θερινή περίοδο.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο ενάγων μετά την παραπάνω κατ` αρθρ. 672 ΑΚ
καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης ορισμένου χρόνου για τον
προαναφερθέντα σπουδαίο λόγο, δικαιούται την κατ` άρθρο 673 ΑΚ αποζημίωση,
που συνίσταται στη ζημία που υπέστη από την απώλεια των μισθών που θα
ελάμβανε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αν δεν
ελάμβανε χώρα η ως άνω καταγγελία, κατά το χρονικό διάστημα από της
καταγγελίας και μέχρι τη λήξη της σύμβασης, ήτοι από 10.7.2004 έως 30.9.2004,
καθώς και αναλογία δώρου Πάσχα, Χριστουγέννων, αποδοχές και επίδομα άδειας
από την πρόσληψή του 12.5.2004 μέχρι 15.5.2004 που δεν του τα είχε καταβάλει
η εναγομένη κατά το χρόνο που έκλεισε προσωρινά το κατάστημά της και από της
καταγγελίας 10.7.2004 μέχρι τη λήξη της σύμβασης 30.9.2004. Συγκεκριμένα
δικαιούται τα κατωτέρω ποσά: α) 4.720 ευρώ για μισθό κατά το χρονικό διάστημα
από 10.7.2004 έως 30.9.2004 υπό το σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας,
καθ` όσον δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ότι κατά το χρονικό διάστημα από
10.7.2004 έως 30.9.2004 θα εργαζόταν υπό το σύστημα επταήμερης εβδομαδιαίας
εργασίας, ήτοι 59 ημερομίσθια (και δη 16 του Ιουλίου – 21 του Αυγούστου και
22 του Σεπτεμβρίου επί 80 ευρώ το ημερομίσθιο ίσον 4.720 ευρώ), Β) 944 ευρώ
για την αναλογία αποδοχών αδείας 11,8 ημερομίσθια επί 80 ευρώ το ημερομίσθιο,
(2 ημερομίσθια για κάθε μήνα εργασίας, για το χρονικό διάστημα που εργάσθηκε
από 12.2.2004 έως 15.5.2004 και το χρονικό διάστημα από της καταγγελίας
10.7.2004 και μέχρι τη λήξη της σύμβασης 30.9.2004 ενόψει του ότι πρόκειται
για εργασία λιγότερη του έτους, επί 80 ευρώ το ημερομίσθιο ίσον 944 ευρώ), γ)
944 ευρώ για την αναλογία επιδόματος αδείας 11,8 ημερομίσθια (2 ημερομίσθια
για κάθε μήνα εργασίας) επί 80 ευρώ το ημερομίσθιο ίσον 944 ευρώ, δ) 822,91
ευρώ για την αναλογία δώρου του Πάσχα για το χρονικό διάστημα από 12.2.2004
έως 30.4.2004 και δη ένα (1) ημερομίσθιο για κάθε οκτώ (8) ημερολογιακές
ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης ήτοι (79 ημερολογιακές ημέρες δια 8
ίσον 9,87 ημερομίσθια επί 80 ευρώ το ημερομίσθιο ίσον 790 ευρώ επί 0,04166
ίοσν 32,91 ευρώ -790 ευρώ συν 32,91 ευρώ ίσον 822,91 ευρώ-) και ε) 858,32
ευρώ για την αναλογία δώρου του Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα από 1.5
έως 15.5.2004 και από 10.7.2004 έως 30.9.2004, 2 ημερομίσθια για κάθε 19
ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι (98 ημερολογιακές
ημέρες δια 19 ίσον 5,15 επί 2 ίσον 10,30 ημερομίσθια επί 80 το ημερομίσθιο
ίσον 824 ευρώ επί 0,04166 ίσον 34,32 – 824 ευρώ συν 34,32 ευρώ ίσον 858,32
ευρώ). Επομένως ο ενάγων συνολικά δικαιούται να λάβει το ποσό των 8.289,23
ευρώ ήτοι (4.720 συν 944 συν 944 συν 822,91 συν 858,32 ίσον 8.289,23 ευρώ),
με το νόμιμο τόκο κατά το αγωγικό αίτημα από την επόμενη ημέρα επίδοσης της
αγωγής. Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση η οποία απέρριψε
ως κατ` ουσίαν αβάσιμη την αγωγή, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων
κατά το βάσιμο περί τούτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Συνεπώς πρέπει να
γίνει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη η έφεσή του, να εξαφανισθεί κατ` άρθρ. 535 §
1 ΚΠολΔ. η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της. Ακολούθως αφού
κρτηθεί και δικαστεί η υπόθση από το Δικαστήριο τούτο, ενόψει των
προεκτιθεμένων περιστατικών που αποδείχθηκαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή
ως ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον
ενάγοντα το παραπάνω ποσό, καταδικαζομένης συγχρόνως της εναγομένης σε μέρος
των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της
εν μέρει νίκης και ήττας τους αρθρ. 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ., όπως
καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς

• Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

• Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

• Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθμ. 159/2006 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου ως προς όλες τις διατάξεις της.

• Κρατεί την υπόθεση.

• Δικάζει επί της από 24.5.2005 αγωγής.

• Δέχεται εν μέρει αυτή.

• Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ
χιλιάδων διακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (8.289,23) με
το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής.

• Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος
και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των
οκτακοσίων (800) ευρώ.

• Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 8.4.2008 σε μυστική διάσκεψη και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 9.4.2008 σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με
παρούσα τη γραμματέα.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Π.Β.

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση