Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 85/2009 ΜονΠρΡόδου

85/2009 ΜΠΡ ΡΟΔ ( 524752)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αναγκαστική εκτέλεση. Παραχρήμα απόδειξη. Οι ενστάσεις επίσχεσης και
καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, οι οποίες προβάλλονται στην εκτέλεση,
πρέπει να αποδεικνύονται παραχρήμα άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
Διαδικασία. Στην ανακοπή κατά της εκτέλεσης εφαρμόζεται η από τη φύση της
υπόθεσης προβλεπόμενη ειδική διαδικασία. Βάσιμος ο λόγος ανακοπής περί μη
λήξης της σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης, διότι οι διάδικοι κατά τη
συμπλήρωση εξαετίας κατήρτισαν νέα εξαετή μίσθωση, εντός της οποίας ελήφθη
αυτή τη φορά άδεια της αρμόδιας επιτροπής λόγω παραμεθορίου, με αποτέλεσμα τη
μετατροπή της σε μίσθωση με δωδεκαετή διάρκεια.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 85/2009

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Μαρία Κωτούλα, Πρωτοδίκη την οποία όρισε ο
Πρόεδρος Πρωτοδικών, και τη Γραμματέα Τσαμπίκα Μαλωΐνα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Φεβρουαρίου 2009 για να
δικάσει την αγωγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την
31.03.2008 με αριθμό κατάθεσης 137/2008, προσδιορίστηκε δικάσιμος η παραπάνω
και γράφτηκε στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 11, με αντικείμενο την ανακοπή
κατά της εκτέλεσης.

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΑ: ….., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του
πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Καραμιχάλη, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις.

ΤΟΥ ΚΑΘ` ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ….., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε δια του
πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Βαρδέλλη, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις.

ΚΑΤΑ την δημόσια συζήτηση της υποθέσεως παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως
σημειώνεται παραπάνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ` άρθρο 933§4 ΚΠολΔ στην δίκη επί ανακοπής κατά πράξεως της αναγκαστικής
εκτελέσεως οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την
ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως
(παραχρήμα), αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, χωρίς να
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 270§§2 και 3 ΚΠολΔ, στους δε ισχυρισμούς
αυτούς περιλαμβάνονται, εκτός των ισχυρισμών που στηρίζονται στους
αποσβεστικούς λόγους των ενοχών, και εκείνες οι ενστάσεις που υπάγονται κατά
το ουσιαστικό δίκαιο στις παρακωλυτικές της ασκήσεως του δικαιώματος, οι
οποίες δεν αναιρούν μεν το δικαίωμα και την απαίτηση που προέρχεται από αυτό,
για την οποία γίνεται η εκτέλεση, αποκλείουν όμως την ικανοποίησή της. Στους
ισχυρισμούς αυτούς περιλαμβάνονται, για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου,
και η ένσταση επισχέσεως, με την οποία, αν γίνει δεκτή, δεν μπορεί κατ` άρθρο
921§4 ΚΠολΔ να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση πριν την προσφορά της
αντιπαροχής στον οφειλέτη, εκτός αν αποκρούστηκε η ένσταση με την παροχή
ασφαλείας κατά το άρθρο 328 ΑΚ ή αποδεικνύεται με δημόσιο έγγραφο ή με
ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη ότι εκπληρώθηκε ήδη η αντιπαροχή
ή ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία αποδοχής, καθώς επίσης και η κατ`
άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, στις περιπτώσεις που
αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου και συνιστά
ουσιαστικό ελάττωμά του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δυνάμει τίτλου τυπικώς
μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 ΑΚ.
Άμεση (παραχρήμα) απόδειξη κατά την έννοια του άρθρου 933§4 ΚΠολΔ θεωρείται η
με νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα ή ομολογία απόδειξη και, άρα, δεν
επιτρέπονται για την απόδειξη των προαναφερθέντων ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα
που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ούτε ένορκες βεβαιώσεις, ενώ επίσης δεν
επιτρέπεται εξέταση μαρτύρων ή των διαδίκων, ούτε επαγωγή όρκου ούτε αυτοψία
ή πραγματογνωμοσύνη, διότι τα μέσα αυτά θεωρούνται ως μη παρέχοντα άμεση
απόδειξη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στις εν λόγω δίκες εκτελέσεως οι
ισχυρισμοί που δεν αποδεικνύονται αμέσως δεν μπορούν να προταθούν, αν δε αυτό
συμβεί απορρίπτονται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, αφού η προβολή τους με την
βεβαιότητα της απόρριψης τους αποστερεί οποιαδήποτε έννομη επιρροή (ΟλΑΠ
10/1993, ΑΠ 1284/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2143/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 253/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
753/1994 ΕλλΔνη 1995, 841, ΕφΑθ 8234/2000 ΕλλΔνη 2002, 1466, ΕφΑθ 10396/1995
ΕλλΔνη 1996, 1629, Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ε`, άρθρο
933, στοιχ.41 σελ.283 επ.). Επίσης, με τις παρακάτω διατάξεις του Ν.
1892/1990, Κεφάλαιο Β` με τον τίτλο «Δικαιοπραξίες στις παραμεθόριες
περιοχές», όπως ισχύει σήμερα, ορίζονται τα εξής α) κατ` άρθρο 25§1
«Απαγορεύεται κάθε δικαιοπραξία εν ζωή με την οποία συνιστάται υπέρ φυσικών ή
νομικών προσώπων οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα, που αφορά ακίνητα
κείμενα στις παραμεθόριες περιοχές» και στο εδάφιο β` της ίδιας παραγράφου
«από την απαγόρευση αυτή εξαιρούνται …. μισθώσεις μέχρι έξι έτη», β) κατ`
άρθρο 24§1 περ.α` «Για την εφαρμογή του νόμου αυτού, παραμεθόριες περιοχές
ορίζονται οι εξής α. Οι νομοί … Δωδεκανήσου … », και γ) κατ` άρθρο 30
«Δικαιοπραξίες που συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού
είναι απολύτως άκυρες …». Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στη διαφύλαξη της
ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, μέσω νομοθετικών
περιορισμών κτήσης εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί ακινήτων στις
παραμεθόριες περιοχές από πρόσωπα (φυσικά ή νομικά), ημεδαπά ή αλλοδαπά, τα
οποία είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα
της χώρας και υπηρετούν δημόσιο συμφέρον υπέρτερο εκείνου των διατάξεων του
Π.Δ. 34/1995 «Περί Εμπορικών μισθώσεων». Επομένως, επικρατούν έναντι των
τελευταίων αυτών και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 5 του
προαναφερομένου προεδρικού διατάγματος για την αναγκαστική διάρκεια των
εμπορικών μισθώσεων επί δωδεκαετία. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων
συνάγεται, ότι εμπορικές μισθώσεις ακινήτων σε παραμεθόριες περιοχές, όπως
είναι ο νομός Δωδεκανήσου, οι οποίες καταρτίστηκαν μετά την έναρξη ισχύος του
Ν. 1892/1990, δηλαδή μετά την 31.07.1990, χωρίς να προηγηθεί άρση των
απαγορεύσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 26 αυτού, και οι οποίες έχουν
συμβατική διάρκεια μεγαλύτερη των 6 ετών, είναι έγκυρες και ισχύουν για μία
εξαετία, ενόψει του ότι δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια της επιτροπής για τα
πρώτα έξι ή και λιγότερα από έξι χρόνια διάρκειας και λειτουργίας της
μίσθωσης. Εφόσον δε η άδεια ληφθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου που η μίσθωση
είναι ισχυρή και έγκυρη, ήτοι προ της παρόδου της εξαετίας, καθίσταται έγκυρη
και ισχυρή η μίσθωση και για τον πέραν της εξαετίας συμβατικό και νόμιμο
χρόνο, δηλαδή ακριβέστερα, εγκυροποιείται και ισχυροποιείται ο σχετικός
συμβατικός όρος διάρκειας της μίσθωσης πέραν των έξι ετών και χωρεί εφαρμογή
του άρθρου 5§1 Π.Δ. 34/1995 περί 12ετούς νόμιμης διάρκειας της μίσθωσης. Στην
περίπτωση δε που πρόκειται για μίσθωση σε παραμεθόριο για το μετά τη λήξη της
εξαετίας χρονικό διάστημα, για την οποία δεν ήρθησαν εντός της εξαετίας οι
περιορισμοί του άρθρου 25 Ν. 1892/1990, η μίσθωση είναι απολύτως άκυρη, μη
παράγουσα αποτελέσματα, ακυρότητα η οποία είναι αθεράπευτη, με την έννοια ότι
η θεραπεία αυτής δεν επέρχεται ούτε με επικυρωτικές δηλώσεις βουλήσεως των
συμβληθέντων μερών ούτε με τυχόν εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την άκυρη
σύμβαση. Συνέπεια της ακυρότητας της σύμβασης είναι, μεταξύ άλλων, ότι η
παραμονή του μισθωτή στο μίσθιο και η χρήση αυτού γίνεται από μη νόμιμη αιτία
και υπέχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια που αποκομίζει, σύμφωνα με τις
διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενώ μπορεί να ασκηθεί εναντίον του
διεκδικητική αγωγή από τον τυχόν κύριο εκμισθωτή (ΑΠ 1312/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ
86/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 45/2007 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, είναι δυνατή η παράταση της
σύμβασης μίσθωσης, με μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων για ορισμένο
χρονικό διάστημα, καθώς στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων οι
συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν την τροποποίηση (αλλοίωση) της σύμβασης
σε σχέση προς το χρονικό σημείο της λήξης της, ώστε αυτή να μετατοπίζεται
χρονικά στο μέλλον. Προϋπόθεση της παράτασης αυτής είναι ότι η συμφωνία αυτή
πρέπει να καταρτίζεται πριν από τη λήξη της διάρκειας της, ενώ, εάν δεν
συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, είναι περαιτέρω ζήτημα ερμηνείας μήπως οι
συμβαλλόμενοι, αν και κάνουν λόγο για «ανανέωση» ή «παράταση» του χρόνου της
μίσθωσης, ήθελαν πραγματικά σύντμηση του χρόνου διάρκειας της μίσθωσης ή και
απλή αναπροσαρμογή του μισθώματος ή σύναψη νέας μίσθωσης ή άλλο αποτέλεσμα. Η
βούληση τους θα βρεθεί με ερμηνεία της συμφωνίας κατά τις αρχές της καλής
πίστης και των συναλλακτικών ηθών χωρίς προσήλωση στις λέξεις κατ` άρθρα 173
και 200 ΑΚ, και ειδικότερα στη λέξη «παράταση» ή «ανανέωση», που συνήθως
χρησιμοποιείται (ΑΠ 34/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 136/2006 ΝΟΜΟΣ, I.Κατρά Πανδέκτης
Μισθώσεων και Οροφοκτησίας Κεφάλαιο Α`, §§15 και 16, σελ.112 επ). Τέλος, με
το άρθρο 933 δεν καθιερώνεται ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση
της ανακοπής κατά πράξεων της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά
τίθενται ορισμένοι ειδικοί κανόνες. Συνεπώς, στην ανακοπή κατά της εκτέλεσης
εφαρμόζεται κατ` αρχήν η από τη φύση της υπόθεσης προβλεπόμενη ειδική
διαδικασία, με τις αποκλίσεις που εισάγονται από τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ
1630/1983 ΝοΒ 32,1637, ΕφΑθ 4711/2002 ΕλλΔνη 2003,527, Βαθρακοκοίλη Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ε`, άρθρο 933, στοιχ.82).

Με την κρινόμενη ανακοπή του, κατ` ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο
ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο καθ` ου η ανακοπή του κοινοποίησε την 27.03.2008
την από 26.03.2008 επιταγή προς εκτέλεση του υπ` αριθμόν 130/05.03.2008
αντιγράφου εξ απογράφου της υπ` αριθμόν 24/2008 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία διατάχθηκε να αποδώσει στον καθ` ου η
ανακοπή το περιγραφόμενο σε αυτήν μίσθιο ακίνητο. Ζητά δε για τους ειδικότερα
αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους να γίνει δεκτή η ανακοπή του, να ακυρωθεί η
προσβαλλόμενη πράξη και να καταδικασθεί ο αντίδικός του στη δικαστική του
δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό η ανακοπή παραδεκτά και αρμοδίως καθ` ύλη και
κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατ` άρθρο 933
ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648επ
ΚΠολΔ με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, και όχι με την τακτική
διαδικασία με την οποία εισάγεται προς εκδίκαση, εφόσον η αντιδικία των
διαδίκων αφορά την μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση μίσθωσης, ασκήθηκε δε
εμπρόθεσμα, εντός δεκαπέντε ημερών από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη
εκτέλεσης κατ` άρθρο 934§1α ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω
το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων ανακοπής.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα
επίσχεσης του μισθίου καταστήματος, διότι έχει πραγματοποιήσει δαπάνες σε
αυτό την τελευταία διετία, αξίας ποσού 9.571,10 ευρώ, οι οποίες αυξάνουν την
αξία του ακινήτου και οδηγούν στο αδικαιολόγητο πλουτισμό του καθ` ου η
ανακοπή, και, κατά συνέπεια, ο καθ` ου η ανακοπή του οφείλει το εν λόγω ποσό
κατά τις οικείες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Επίσης, με τον
τρίτο λόγο ανακοπής προβάλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος
του καθ` ου για απόδοση του μισθίου, διότι ο ίδιος, καθώς του είχε
δημιουργηθεί η βεβαιότητα της συνέχισης της μίσθωσης, προχώρησε στην αγορά
εμπορευμάτων αξίας 157.367,13 ευρώ προς πώληση στο μίσθιο κατάστημα κατά την
θερινή περίοδο.

Οι λόγοι αυτοί υπόκεινται στον περιορισμό του άρθρου 933§4 ΚΠολΔ και πρέπει
να αποδειχθούν είτε με δικαστική ομολογία είτε με έγγραφα, πλην όμως κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει. Ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο τρίτος λόγο ανακοπής
πρέπει να απορριφθούν κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας ως
απαράδεκτοι.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η υπ` αριθμόν
24/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου εξεδόθη κατά εσφαλμένη
διαδικασία, καθώς η σύμβαση μίσθωσης μεταξύ του ιδίου και του καθ` ου η
ανακοπή ήταν άκυρη και, άρα, έπρεπε για την απόδοση του μισθίου ακινήτου να
εφαρμοσθεί η τακτική διαδικασία. Πλην όμως, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα
σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση που ζητείται η απόδοση μισθίου και κριθεί
ότι η σύμβαση μίσθωσης είναι άκυρη, το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την
αγωγή και ο ενάγων να αιτηθεί την απόδοση του πράγματος κατά τις σχετικές
διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου, καθώς δεν μπορεί να διαταχθεί η απόδοση
ακινήτου κατά τις περί αποδόσεως μισθίου διατάξεις, όταν δεν υπάρχει έγκυρη
μίσθωση. Εάν ζητείται η απόδοση μισθίου και από το δικόγραφο της αγωγής ή την
αποδεικτική διαδικασία προκύπτει η ακυρότητα της μίσθωσης, το σχετικό αίτημα
καθίσταται νόμω ή ουσία αβάσιμο αντίστοιχα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν
δύναται ή υποχρεούται το Δικαστήριο να εκτιμήσει την αγωγή ως διεκδικητική
και να εκδικάσει την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, κάτι το οποίο θα
συνιστούσε ουσιαστική μεταβολή του αντικειμένου της δίκης και θα υπερέβαινε
κατά πολύ την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκτιμήσει τα πραγματικά
περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής. Στην προκειμένη
περίπτωση, ο καθ` ου η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Ρόδου αγωγή απόδοσης μισθίου και το Δικαστήριο καλώς εκδίκασε αυτήν κατά την
ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και, άρα, ο δεύτερος λόγος ανακοπής
πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.

Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο ανακοπής, οι οποίοι κατά την κρίση του
Δικαστηρίου έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο καθ`
ου η ανακοπή δεν έχει νόμιμη αξίωση εναντίον του για απόδοση του μισθίου,
δεδομένου ότι υφίσταται μεταξύ τους έγκυρη μισθωτική σχέση, δυνάμει της
οποίας ο ίδιος νόμιμα κάνει χρήση του μισθίου ακινήτου. Επίσης, με τον έκτο
λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι τα ποσά, τα οποία επιτάσσεται να καταβάλει με
την από 26.03.2008 επιταγή προς εκτέλεση αιτούνται αορίστως και είναι
υπερβολικά. Οι λόγοι αυτοί, ειδικά για τους τέταρτο και πέμπτο εν όψει του
γεγονότος ότι ο εκτελεστός τίτλος δεν είναι τελεσίδικη δικαστική απόφαση,
αλλά μόνο προσωρινά εκτελεστή, και, ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν
καλύπτονται από το δεδικασμένο κατ` άρθρο 933§3 ΚΠολΔ, είναι παραδεκτοί και
νόμιμοι και πρέπει να εξετασθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από την ένορκη στο ακροατήριο κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης των ισχυρισμών
του καθ` ου η ανακοπή, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα
απόφαση πρακτικά, και τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα,
αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με το από 17.08.1994
ιδιωτικό συμφωνητικό ο καθ` ου η ανακοπή εκμίσθωσε στον ανακόπτοντα ένα
κατάστημα κείμενο στην οδό Σ. στην Παλαιά Πόλη της Ρόδου, εμβαδού 30 τ.μ.,
προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη, ειδικότερα ως
κατάστημα πώλησης γουναρικών, δερμάτινων ειδών, ειδών χρυσοχοΐας και διαφόρων
τουριστικών ειδών. Η μίσθωση συμφωνήθηκε να είναι εξαετής από την 01.11.1994
έως την 30.10.2000, ενώ απαγορεύθηκε ρητά η σιωπηρή αναμίσθωση και η τυχόν
παράταση του χρόνου της μίσθωσης έπρεπε να γνωστοποιηθεί εγγράφως πριν από
την λήξη της μίσθωσης. Περαιτέρω, η μίσθωση αυτή, η οποία διέπεται από τις
διατάξεις των νόμων περί εμπορικών μισθώσεων είχε κατά τα εκτεθέντα στην
μείζονα σκέψη της παρούσας αρχικά νόμιμη εξαετή διάρκεια με λήξη την
31.10.2000, η οποία σχεδόν ταυτιζόταν και με την συμβατική διάρκεια αυτής.
Δεδομένου ότι η απαγόρευση του άρθρου 25§ 1 Ν.1892/1990 δεν άρθηκε εντός της
εξαετίας αυτής, η σύμβαση για το μετά την 31.10.2000 χρονικό διάστημα είναι
απολύτως άκυρη. Πλην όμως, την 30.11.2000 οι διάδικοι υπέγραψαν νέο ιδιωτικό
συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησαν ότι για την προσαρμογή της σύμβασης
μίσθωσης στις διατάξεις του Ν. 2741/1999 η διάρκεια αυτής παρατείνεται μέχρι
την 30.10.2006, προχώρησαν στην αναπροσαρμογή του μισθώματος και κατά τα
λοιπά διατήρησαν σε ισχύ τους όρους του από 17.08.1994 συμφωνητικού. Είναι
προφανές ότι οι διάδικοι, αγνοώντας ότι ο νόμιμος χρόνος διάρκειας της
αρχικής μίσθωσης ήταν εξαετής και όχι δωδεκαετής, διότι το ακίνητο ευρίσκεται
στην παραμεθόρια περιοχή της Ρόδου, είχαν την πρόθεση να παρατείνουν τον
συμβατικό χρόνο της μίσθωσης, ώστε αυτός να συμπίπτει με τον κατ` αυτούς
νόμιμο. Εν όψει, όμως, του ότι κατά το χρόνο σύναψης της νέας μίσθωσης η
παλαιά δεν είχε απλώς λήξει, αλλά ήταν παντελώς και εκ του νόμου άκυρη και
δεν επέφερε κατ` άρθρο 180 ΑΚ κανένα έννομο αποτέλεσμα, η υπογραφή του από
30.11.2006 συμφωνητικού δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σύναψη νέας έγκυρης
σύμβασης μίσθωσης, καθώς η παράταση ανύπαρκτης σύμβασης δεν είναι νοητή. Η δε
νέα μίσθωση είχε νόμιμη και συμβατική διάρκεια από την υπογραφή του ως άνω
συμφωνητικού, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων,
δηλαδή την 30.11.2000, έως και την 30.11.2006 και, δεδομένου ότι για αυτήν
άρθηκε η απαγόρευση του άρθρου 25§1 Ν. 1892/1990, όπως προκύπτει από την από
15.11.2006 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 26 Ν. 1892/1990, έχει πλέον
νόμιμη δωδεκαετή διάρκεια έως την 30.11.2012, εφαρμοζόμενου πλέον, μετά την
άρση της απαγόρευσης, του άρθρου 5§1 Π.Δ. 34/1995. Άρα, η σύμβαση μίσθωσης
δεν έχει λήξει, αλλά εξακολουθεί να είναι έγκυρη και ισχυρή, και οι σχετικοί
λόγοι ανακοπής είναι βάσιμοι κατ` ουσία.

Αντίθετα ο έκτος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος,
καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι τα ποσά των 10 ευρώ για αντίγραφο και
αντιγραφικά,των 20 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και των 20 ευρώ για επίδοση
της επιταγής, τα οποία επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλλει με την
προσβαλλόμενη πράξη, είναι εύλογα και ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες
κοστολόγησης των υπηρεσιών αυτών.

Κατόπιν αυτών, εφόσον οι τέταρτος και πέμπτος λόγος της ανακοπής κρίθηκαν
ουσιαστικά βάσιμοι, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή και να ακυρωθεί η
προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, δηλαδή η από 26.03.2008 επιταγή προς εκτέλεση
του υπ` αριθμόν 130/05.03.2008 αντιγράφου εξ απογράφου της υπ` αριθμόν
24/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, και να καταδικασθεί κατ`
άρθρο 176 ΚΠολΔ ο καθ` ου η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντα όπως
αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 26.03.2008 επιταγή προς εκτέλεση του υπ` αριθμόν
130/05.03.2008 αντιγράφου εξ απογράφου της υπ` αριθμόν 24/2008 απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ` ου η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντα, τα
οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ρόδο στις 15.05.2009, σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με την παρουσία και της Γραμματέως,
χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Π.Β.

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση