Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 309/2005 Εφετείο Δωδεκανήσου

309/2005 ΕΦ ΔΩΔ (387673)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αυλη εμπορική αξία. Σε ποιες περιπτώσεις οφείλεται. Δεν οφείλεται στην
περίπτωση συμβατικής παράτασης με χρόνο λήξης μετά την 31.8.1987, διότι η
περίπτωση αυτή της συμβατικής λήξης δεν εμπίπτει στο άρθρο 58 παρ. 10 εδ. γ΄
και 12 ούτε στις περιοριστικές περιπτώσεις του άρ. 60 του ΠΔ/τος 34/1995.
Ισραηλητική κοινότητα σε αδράνεια. Ως ΝΠΔΔ έχει ικανότητα διαδίκου.
Επικουρική φύση του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Αριθμός Απόφασης 309/2005

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, Πρόεδρο
Εφετών, Νικόλαο Καραδημητρίου-Εισηγητή, Σπυριδούλα Μακρή, Εφέτες και τη
γραμματέα Αικατερίνη Διακοκολιού, δικαστική υπάλληλο του Εφετείου
Δωδεκανήσου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 14η Ιανουαρίου 2005,
για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:

Του Καλούντος: Κ.Τ., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο μετά
του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Στεφανίδη.

Της Καθ` ης η Κλήση: Διαχειριστικής Επιτροπής του Ν.Π.Δ.Δ. με την
επωνυμία «………………………» νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία
παραστάθηκε στο δικαστήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη
Καραμιχάλη (με αρ. 130436 και 130437/2005 γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής
αμοιβής Δ.Σ. Ρόδου).

Η ενάγουσα (………………………) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου την από 28.8.2001 και με αρ. εκθ. κατ. 161/4.9.2002 αγωγή
της κατά του εναγομένου (εκκαλούντος), ο οποίος άσκησε ανταγωγή με το από
30.5.2003 δικόγραφο των προτάσεών του. Το Δικαστήριο εκείνο με την 101/2003
οριστική απόφασή του, απέρριψε την ασκηθείσα δια των προτάσεων ανταγωγή και
δέχθηκε την αγωγή, κατ` αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, ο
εναγόμενος (αντενάγων δια των προτάσεών του) άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου
που την εξέδωσε την από 20.9.2003 και με αρ. εκθ. κατ. 221/23.9.2003 ένδικη
έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου
τούτου με αριθ. εκθ. κατ. 301/2003, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε στο
πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος η 5.3.2004 κατά την οποία και ματαιώθηκε λόγω των
βουλευτικών εκλογών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Ηδη η υπόθεση φέρεται προς
συζήτηση με την από 8.3.2004 και με αρ. εκθ. κατ. Εφετείου 81/12.3.2004 κλήση
του εκκαλούντος, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε στο πινάκιο ορίσθηκε
δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε
νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις
γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

Μελέτησε Τη Δικογραφία

Σκέφθηκε Σύμφωνα Με Το Νόμο

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ` αριθμόν 101/2003 οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία
των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. Κ.Πολ.Δ.) έχει ασκηθεί νομότυπα και
εμπρόθεσμα εφόσον δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της
απόφασης, αλλά ούτε και αμφισβητείται το εμπρόθεσμο από τους διαδίκους.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό
και το βάσιμο των λόγων αυτής κατά την ίδια ειδική διαδικασία.

Με την αγωγή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζητεί να υποχρεωθεί ο
εναγόμενος και ήδη εκκαλών να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου που
χρησιμοποιείται ως επαγγελματική στέγη. Ο εναγόμενος με προφορική δήλωση που
καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που ανέπτυξε με τις έγγραφες
προτάσεις άσκησε ανταγωγή. Επί της αγωγής και ανταγωγής εκδόθηκε η
εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και διατάχτηκε η απόδοση
της χρήσης του μισθίου στην ενάγουσα και απορρίφθηκε η ανταγωγή. Κατά της
απόφασης αυτής άσκησε την κρινόμενη έφεση ο εναγόμενος-αντενάγων και ζητεί να
γίνει δεκτή η έφεσή του με το σκοπό να απορριφθεί η αγωγή και να γίνει δεκτή
η ανταγωγή του.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2456/1920 «περί Ισραηλινών Κοινοτήτων»,
«εις ας πόλεις του Βασιλείου κατοικούσι μονίμως πλείονες των είκοσι
ισραηλιτικών οικογενειών και λειτουργεί Συναγωγή, δύναται να ιδρυθεί δια
Β.Δ/τος Ισραηλιτική Κοινότης, αναγνωριζομένη ως νομικόν πρόσωπον δημοσίου
δικαίου». Κατά το άρθρο δε 8 του ιδίου νόμου, «τα κοινοτικά συμβούλια
διορίζουν ειδικούς επιτρόπους δια την διεύθυνσιν των Συναγωγών και την
διαχείρισιν της ιδιαιτέρας αυτών περιουσίας, ως και τας Επιτροπάς των
Φιλανθρωπικών και Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων αυτής». Εξ` άλλου με την υπ`
αριθμόν 2558/21.3.2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Νοτίου
Αιγαίου συγκροτήθηκε διαχειριστική επιτροπή της εν αδρανεία Ισραηλιτικής
Κοινότητας Ρόδου που ήταν διετής και με την εν συνεχεία υπ` αριθμόν
6013/11.7.2003 απόφαση του ίδιου Γενικού Γραμματέα έγινε ανασυγκρότηση
επιτροπής για την επόμενη διετία. Ακολούθως με το από 27.12.2004 πρακτικό η
συγκροτηθείσα κατά τα προαναφερόμενα Διαχειριστική Επιτροπή αποφάσισε την
εξουσιοδότηση του δικηγόρου Ι.Κ. να παραστεί και να εκπροσωπήσει στο
δικαστήριο ως πληρεξούσιος δικηγόρος το προαναφερόμενο νομικό πρόσωπο.

Επομένως ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που αποτελεί τους δεύτερο και τρίτο
λόγους της έφεσης ότι δηλαδή η ενάγουσα ………………… δεν έχει
την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να
εκπροσωπείται νόμιμα και να έχει ικανότητα διαδίκου κρίνεται αβάσιμος ενόψει
των προαναφερομένων, αφού η …………………… είναι νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου και εκπροσωπείται νόμιμα. Κατ` ακολουθία αυτών, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε σιωπηρά τον
ισχυρισμό του εναγομένου για έλλειψη ικανότητας διαδίκους της ενάγουσας, δεν
έσφαλε.

Σύμφωνα με το άρθρο 60 π.δ/τος 34/1995 (5§6 ν. 2041/1992, που προστ. με
αρθρ. 2§4 ν. 2235/1994), όπως αντικ. με αρθρ. 7§4 του ν. 2741/1999, σε
περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης σύμφωνα με τις
παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του άνω π.δ/τος 34/1995 και σε περίπτωση
λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο
μισθωτή για την αποκατάσταση της άϋλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το
καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της λήξης μίσθωμα 24 μηνών. Με την παράγραφο 14
του άρθρου 7 τροποπ. η διάταξη του άρθρου 60 του π.δ/τος, 34/1995. Με τη νέα
ρύθμιση τίθεται ο γενικός κανόνας ότι σε περίπτωση λήξης της μίσθωσης σύμφωνα
με τις παραγράφους 10-14 του άρθρου 58 και σε κάθε περίπτωση λήξης της
μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης της δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει να καταβάλει
στο μισθωτή ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την αποκατάσταση της άυλης
εμπορικής αξίας. Η πιο πάνω αποζημίωση οφείλεται μόνο στις περιπτώσεις που
περιοριστικά αναφέρονται στο νόμο, διότι δεν καθιερώνεται γενική υποχρέωση
του εκμισθωτή σε κάθε περίπτωση λύσης της μίσθωσης, δηλαδή για κάθε λόγο που
προβλέπεται στο π.δ/μα 34/1995 ή τον Α.Κ. Επειδή πρόκειται για σοβαρή
οικονομική επιβάρυνση αυτού, η οποία οφείλεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο
νόμος είναι στενά ερμηνευταίος υπέρ του εκμισθωτή (ΕΑ 10378/1998, Δ/νη 40.
652, ΕΔΠ 1999. 173). Άλλωστε και από το κείμενο της διάταξης προκύπτει με
σαφήνεια, ότι αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις λήξης της μίσθωσης κατά το ν.
2041/1992. Ειδικότερα οι περιπτώσεις, στις οποίες περιοριστικά οφείλεται η
αποζημίωση είναι οι εξής: α) Η λήξη της μίσθωσης, λόγω του ότι έχει
συμπληρωθεί στη χρήση του μισθίου χρονικό διάστημα τουλάχιστον 30 ή 20 ή 12
ετών (αρθρ. 58§10 π.δ/τος 34/1995) κατά την 1.5.1994 και παρατάθηκαν
αναγκαστικώς μέχρι την 31.8.1995 ή 1996 ή 1997 αντίστοιχα, β) η λήξη της
μίσθωσης στις 31.8.1997, διότι μέχρι τότε παρέρχεται ο συμβατικός ή νόμιμος
χρόνος και γ) η λήξη της μίσθωσης σε κάθε περίπτωση που συμπληρώνεται
δωδεκαετία, στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση του άρθρου 6§1, δηλαδή
της νόμιμης παράτασης της αρχικής μίσθωσης μέχρι να συμπληρωθεί δωδεκαετία.

Επομένως αν η μίσθωση δεν έληξε με κάποιο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή
στην περίπτωση που παρατάθηκε συμβατικά και ορίστηκε χρόνος λήξης μετά την
31.8.1997, δεν οφείλεται η πιο πάνω αποζημίωση, διότι η περίπτωση αυτή της
συμβατικής λήξης της μίσθωσης δεν εμπίπτει στο άρθρο 58§10 εδ. γ` και 12 του
π.δ/τος 34/1995, ούτε στις περιοριστικές περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου 60
(βλ. Χαρ. Παπαδάκη, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, τομ. Α` εκδ. Γ` σελ. 163
επ., Α.Π 1264/2001 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που περιέχονται
στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση
πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και των εγγράφων που επικαλούνται και
νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια,
αποδεικνύονται, σε σχέση με τους ισχυρισμούς των διαδίκων και κατά το μέρος
που μεταβιβάζεται με την κρινόμενη έφεση η υπόθεση ενώπιον αυτού του
Δικαστηρίου, τ` ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση το από 30.4.1982
ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης η ενάγουσα εκμίσθωσε στον εναγόμενο ένα
κατάστημα που βρίσκεται στην Παλαιά Πόλη της Ρόδου, (επί της οδού
……………….), εμβαδού 18 m2, αντί μηνιαίου μισθώματος 9.000 δρχ.,
προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από το μισθωτή ως κατάστημα πώλησης τουριστικών
ειδών. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 1.5.1982
έως 30.4.1984. Στη συνέχεια και μετά την κατά τα άνω λήξη της παραπάνω
συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης, αυτή παρατάθηκε κατόπιν προφορικής
συμφωνίας των διαδίκων μέχρι τη 10.4.2000, το δε μηνιαίο μίσθωμα μετά από
διαδοχικές αναπροσαρμογές ανήλθε τελικώς στο ποσό των 96.800 δραχμών.

Ακολούθως με το από 10.4.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης παρατάθηκε η
διάρκεια της μίσθωσης επί τρία έτη, ήτοι μέχρι την 9.4.2003, οπότε και έληξε
η μίσθωση. Με την εκκαλουμένη απόφαση διατάχθηκε η απόδοση της χρήσης του
μισθίου για το λόγο αυτό, ο δε εκκαλών δεν διατυπώνει με την έφεση κάποιο
ορισμένο λόγο κατά του κεφαλαίου αυτού της απόφασης. Παραπονείται όμως με την
έφεση (δεύτερος λόγος) ότι ουχί ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς η ανταγωγή του
κατά το μέρος που ζητούσε το ποσό των 11.928 ευρώ ως αποζημίωση για άϋλη
εμπορική αξία. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα ο εναγόμενος δεν δικαιούται
να ζητήσει άϋλη εμπορική αξία, διότι η μίσθωση η οποία διήρκεσε και πέραν της
δωδεκαετίας και δη και της εικοσαετίας μέχρι την έγερση της αγωγής,
παρατάθηκε συμβατικά και ορίστηκε χρόνος λήξης μετά την 31.8.1997. Επομένως
το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τη βάση αυτή της ανταγωγής έστω και με
ολιγότερες αιτιολογίες, τις οποίες παραδεκτά συμπληρώνει αυτό το Δικαστήριο,
δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και αξιολόγησε τις αποδείξεις και κάθε
αντίθετος ισχυρισμός που διατυπώνεται στο δεύτερο λόγο της έφεσης σκέλος
πρώτο, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Περαιτέρω η από το άρθρο 904 Α.Κ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού
είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι
προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν
θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα
οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (Α.Π 531/1994
Ελ.Δ/νη 37. 81). Στην προκειμένη υπόθεση ο εναγόμενος-αντενάγων με την
ανταγωγή του ζητεί το ποσό των 6.000.000 δρχ. με τις διατάξεις του
αδικαιολογήτου πλουτισμού το οποίο όπως ισχυρίζεται κατέβαλε στην ενάγουσα σε
κάθε συμβατική παράταση της μίσθωσης και δη 2.000.000 δρχ. το 1990, 2.000.000
δρχ. το 1996 και 2.000.000 δρχ. το 2000 για αντίστοιχες συμβατικές παρατάσεις
που αξίωσε η ενάγουσα ως «αέρα». Η ανταγωγική αυτή απαίτηση που τη στηρίζει
στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον ο εναγόμενος δεν
ισχυρίζεται πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που στηρίζει την
ανταγωγή του από τη σύμβαση κρίνεται ως αόριστη. Επομένως το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο που απέρριψε ως αόριστη την ανταγωγική αυτή αξίωση του εναγομένου
δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και αξιολόγησε τις αποδείξεις και κάθε
αντίθετος ισχυρισμός που διατυπώνεται στο δεύτερο λόγο της έφεσης (σκέλος
δεύτερο) κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Ακόμη περαιτέρω ο εναγόμενος διατείνεται στην ανταγωγή ότι η άσκηση του
δικαιώματος της ενάγουσας προς απόδοση του μισθίου λόγω λύσης της σύμβασης
τυγχάνει καταχρηστική για το λόγο ότι η ενάγουσα για νέα συμβατική παράταση
της σύμβασης αξίωσε ως «αέρα» το ποσό των 20.000.000 δρχ. Τούτο, όμως μηδόλως
αποδεικνύεται. Ακόμη και ο μάρτυρας Ι.Χ. που εξετάστηκε μετά από πρόταση του
αντενάγοντος αυτού καταθέτει ότι «δεν μου είχε πει ο Τ. αν είχε δώσει μίζες
αριστερά και δεξιά». Ανεξάρτητα όμως αυτών η ενάγουσα μετά και την τελευταία
συμβατική παράταση της μίσθωσης του έτους 2000 σε κάθε περίπτωση νομίμως
άσκησε την αγωγική αξίωση για την απόδοση του μισθίου μετά τη λήξη της
σύμβασης και δεν εξάρτησε το δικαίωμά της αυτό από την οποιαδήποτε καταβολή ή
όχι κάποιου χρηματικού ποσού ως «αέρα». Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
που απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό αυτό της ανταγωγής δεν έσφαλε και κάθε
αντίθετος ισχυρισμός που διατυπώνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης κρίνεται
αβάσιμος και απορριπτέος. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα ως αποδειχθέντα
πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ` ουσία αβάσιμη και να
καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος
βαθμού δικαιοδοσίας κατ` άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με τα οριζόμενα
στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την έφεση κατά της υπ` αριθ.
101/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος
βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 13.9.2005 σε μυστική διάσκεψη.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση