170/2007 ΠΠΡ ΡΟΔΟΥ ( 512105)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αδικοπραξία. Ατύχημα κατά τη μίσθωση σκάφους αναψυχής. Γενική ασφάλιση
ευθύνης. Ο τρίτος, που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του
ασφαλισμένου, δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή, παρά μόνο
πλαγιαστικώς. Προσωπική κράτηση. Εκτελείται από το χρόνο κατά τον οποίο η
απόφαση που τη διατάσσει γίνεται τελεσίδικη. Περιστατικά πτώσης στη θάλλασσα
αιωρούμενου με αλεξίπτωτο που συνδεόταν με ιμάντες με ταχύπλοο σκάφος και
τραυματισμού του λόγω αμέλειας του ιδιοκτήτη του σκάφους και των
προστηθέντων. Ψευδορκία μάρτυρα. Παραπομπή της υπόθεσης στον Εισαγγελέα.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 170/2007
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
Απόστολο Μπαυσουλέγκα, Πρωτοδίκη, Πέτρο Καραγκουνίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και
από τη Γραμματέα Φωτεινή Καραγιάννη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 1 Φεβρουαρίου 2007 για να δικάσει
την, υπ` αριθμ. καταθέσεως 1040/25-11-2004, αγωγή με αντικείμενο αποζημίωση
λόγω αδικοπραξίας μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ……, κατοίκου Γερμανίας, που παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Σκούρτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …., κατοίκου Ρόδου και 2) της ανωνύμου εταιρίας γενικών
ασφαλίσεων «……. …….», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα,
εκ των οποίων ο 1ος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σάββα
Παπαγεωργίου, που κατέθεσε προτάσεις και η 2η, παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Καραμιχάλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ της παρούσας είχε οριστεί αρχικώς για τις 19-1-2006 και μετά από
αναβολή για την παρούσα δικάσιμο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις
έγγραφες προτάσεις τους.
αφου μελετησε τη δικογραφια
σκέφθηκε συμφωνά με το νομο
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και
υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με βάση τη διάταξη αυτή
απαιτείται, επομένως, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την αντίστοιχη
υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, εκτός από την επέλευση της
ζημίας, α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε
και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (αρθρ. 330 ΑΚ), β) η παράνομη
συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να
υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνας πράξης ή
παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και
με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική
πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και
πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να επηρεάζουν την εξέλιξη
της αιτιώδους διαδρομής η προδιάθεση ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
παθόντος (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 146).
Και η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται
με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) δικαίωμα του παθόντος
προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς
αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο
ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και
ειδικότερα όταν ο ίδιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει
υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο προς
προστασία των τρίτων από την πρόκληση σε αυτούς οποιασδήποτε ζημίας πριν και
μετά τη δημιουργία της επικίνδυνης κατάστασης (βλ. ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42.671,
ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 44.122, ΕφΠειρ 664/2002 Νόμος). Επομένως, για να
δικαιούται ο παθών αποζημιώσεως λόγω θετικής του ζημίας και χρηματικής
ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, από ατύχημα κατά τη μίσθωση
σκάφους αναψυχής, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα
είτε του υπευθύνου λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης είτε των προστηθέντων
απ` αυτόν (αρθρ. 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή
της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, όπως το περιεχόμενο αυτών
αναλύθηκε υπό ανωτέρω (βλ. ΑΠ 69/2007 Νόμος) Τέτοιο πταίσμα, εξάλλου,
προκειμένου περί επιχειρήσεων θαλασσίων μέσων αναψυχής που δραστηριοποιούνται
μεταξύ άλλων και στη διενέργεια θαλασσίου αλεξιπτώτου, θεμελιώνεται και από
την μη τήρηση των διατάξεων της υπ` αρ. 3131/1-03-99 απόφασης του Υπουργού
Εμπορικής Ναυτιλίας περί εγκρίσεως του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αρ. 20
«Ταχύπλοα (ταχυκίνητα) σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής» από τους
εφοδιασμένους από τη Λιμενική Αρχή με άδεια να εκμισθώνουν τα μέσα που ορίζει
ο εν λόγω κανονισμός, μεταξύ των οποίων οι διατάξεις των άρθρων 7 §§ 6 και
14, 22 και 23 αυτής, που συγκεκριμενοποιούν τόσο τις γενικές υποχρεώσεις των
ανωτέρω σχετικά με την ασφάλεια των δραστηριοτήτων τους, όσο και τις
ειδικότερες υποχρεώσεις τους προκειμένου περί διενέργειας θαλασσίου
αλεξιπτώτου. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ
προστήσας είναι εκείνος, ο οποίος με τη βούληση του δέχεται τις υπηρεσίες του
προστηθέντος, που απασχολείται διαρκώς ή παροδικά στη διεκπεραίωση υποθέσεως
και γενικά στην εξυπηρέτηση επαγγελματικών, οικονομικών ή κοινωνικών
συμφερόντων του προστήσαντος και συνήθως υπόκειται στον έλεγχο ή απλώς στις
γενικές οδηγίες και εντολές ή στην επίβλεψη του προστήσαντος. Δεν είναι
απαραίτητη η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ των μερών, αλλά η πρόστηση
μπορεί να στηρίζεται και σε πραγματικό γεγονός ή να γίνεται ευκαιριακά για
μια μόνο συγκεκριμένη πράξη. O προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς
αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον
προστηθέντα και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της
υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος. (βλ. 1570/2006 Νόμος, Απ.
Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, εκδ.1999, σελ. 630). Τέλος, η γενική
ασφάλιση ευθύνης (ασφάλιση ατυχημάτων τρίτων) αναφέρεται συνήθως σε όλους
τους κινδύνους αστικής ευθύνης προς αποζημίωση από το νόμο, με εξαίρεση της
ευθύνης αυτοκινήτου, ως προς την οποία ισχύει ο ν. 489/1976. Καλύπτει δηλαδή
η γενική ασφάλιση ευθύνης κινδύνους κυρίως επαγγελματικούς ή επιχειρησιακούς
κλπ. Σύμφωνα δε με τη ρύθμιση που ισχύει βάσει των γενικών διατάξεων (αρθρ.
189 επ. ΕμπΝ, όπως ίσχυαν προτού καταργηθούν με το άρθρο 33 § 2 του ν.
2496/1997, ο οποίος όμως διέπει μόνον τις υφιστάμενες, κατά την έναρξη της
ισχύος του, ασφαλιστικές συμβάσεις – βλ. σχετ. αρθρ. 32 § 4 αυτού), η
ασφάλιση ευθύνης δημιουργεί συμβατική σχέση και συνακόλουθα δικαιώματα και
υποχρεώσεις μόνο μεταξύ του ασφαλιστή αφενός και του αντισυμβαλλομένου ή του
ασφαλισμένου αφετέρου. Ο τρίτος, που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημιώσεως
κατά του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή, παρά
μόνο πλαγιαστικώς (βλ. σχετ. Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου,
έκδοση 1976, σελ. 104 επ., Κ. Ρόκα, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, έκδοση 1974,
σελ. 6, Ζ Σκουλούδη, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, έκδοση 1995, σελ. 361). Σ`
αυτήν την περίπτωση όμως θα πρέπει να εκτίθεται κατά τρόπο ορισμένο στο
δικόγραφο της σχετικής αγωγής η αδράνεια του οφειλέτη στην άσκηση της
αξιώσεως του κατά του υπόχρεου ασφαλιστή, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη
κατά τούτο, εφόσον μία από τις προϋποθέσεις της πλαγιαστικής αγωγής είναι η
υπαίτια ή ανυπαίτια αδράνεια του οφειλέτη καθ` οιονδήποτε τρόπο (βλ. ΕφΠειρ
1/2005 ΔΕΕ 2005.306, ΕφΑθ 5798/2003 ΕλΔ 45,493, ΕφΑθ 9663/1999 ΕλΔ 42,446,
ΕφΑθ 2131/1999 ΕλΔ 42,445, ΕφΑθ 6912/1996 ΕλΔ 38,1599, ΕφΑθ 3256/1986 ΕλΔ
27,1179). Ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή παρέχεται
στην περίπτωση της ασφάλισης της γενικής ευθύνης μόνο όταν έχει εκχωρηθεί
στον ζημιωθέντα τρίτο από τον λήπτη της ασφάλισης η σχετική αξίωση δυνάμει
συμβάσεως (σύμβαση ελευθερώσεως), καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 10 § 1
του Ν. 489/1976, στην περίπτωση της ασφάλισης της ευθύνης εξ αυτοκινητικών
ατυχημάτων (βλ. ΑΠ 288/1998, ΕλλΔνη 39, 1556, ΕφΛαμ 211/2005 Νόμος). Στην
προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι στη
Ρόδο στις 31-7-2003, εξαιτίας ατυχήματος που είχε κατά την πτήση του με
αλεξίπτωτο, το οποίο απογειώνονταν με τη βοήθεια ταχύπλοου σκάφους της
επιχείρησης στην οποία υπεύθυνος ήταν ο πρώτος εναγόμενος και το οποίο ήταν
ασφαλισμένο στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, υπέστη σωματικές
βλάβες στους θωρακικούς και οσφυϊκούς σπονδύλους του. Ότι το ανωτέρω ατύχημα
οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα τόσο του ιδίου του 1ου εναγομένου, ο
οποίος παρέλειψε να τηρήσει τις υποχρεώσεις ασφαλείας που απορρέουν από το
νόμο, όσο και του προστηθέντος από τον 1ο εναγόμενο πληρώματος του σκάφους,
λόγω των λανθασμένων και ανεπαρκών χειρισμών του πριν και κατά τη διάρκεια
της διαδρομής. Με αυτό το ιστορικό ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του
καταβάλουν σε ολόκληρο, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως
λόγω παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων του 1ου εναγομένου: α) το ποσό των
5.871,14 €, κατά το οποίο ζημιώθηκε λόγω της μεταφοράς του με ειδική πτήση σε
φορείο από τη Ρόδο στο Μόναχο, β) το ποσό των 2.448 € κατά το οποίο ζημιώθηκε
λόγω του ότι το κατέβαλε, ήδη από τις 25-3-2003, στο γερμανικό του
ταξιδιωτικό γραφείο για δεκαπενθήμερο πακέτο ταξιδιωτικών διακοπών για τον
ίδιο και τη σύζυγο του, ενώ οι διακοπές του δεν ολοκληρώθηκαν, γ) το ποσό των
88 € που ζημιώθηκε λόγω τηλεφωνημάτων που διεκπεραίωσε η σύζυγος του κατά τη
διάρκεια της παραμονής του στο Νοσοκομείο Ρόδου προς ενημέρωση της
ασφαλιστικής του εταιρίας και για την οργάνωση της αεροπορικής του διακομιδής
στη Γερμανία, δ) το ποσό των 420 € που ζημιώθηκε δαπανώντας καθημερινώς από
τις 14-8-2003, ημερομηνία κατά την οποία έληξε το πακέτο των διακοπών του,
έως και τις 28-3-2003 ημέρα αναχώρησης του για τη Γερμανία, για τη διατροφή
της συζύγου του, η οποία παρέμεινε μαζί του φροντίζοντας τον, ε) το ποσό των
126 € που ζημιώθηκε λόγω συμμετοχής του στα έξοδα νοσηλείας του στην κλινική
“.. … ….” και στ) το ποσό των 120.000 € λόγω χρηματικής ικανοποίησης από
την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του ατυχήματος και συνολικά το ποσό των
128.953 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ακόμη, να διαταχθεί κατά
του 1ου των εναγομένων και των, κατά το νόμο υπευθύνων, οργάνων της 2ης των
εναγομένων, προσωπική κράτηση μέχρι τριών μηνών και χρηματική ποινή 1.500 €
ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά
εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με
αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς
εκδίκαση στο παρόν δικαστήριο (αρ. 18 περ. 1, 22, 35 ΚΠολΔ) κατά την
προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη
κατά το σκέλος της με το οποίο στρέφεται κατά της 2ης εναγομένης ασφαλιστικής
εταιρίας διότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της
παρούσας και ανεξαρτήτως του αν κατά την ημερομηνία επέλευσης του ατυχήματος
υπήρχε ισχυρή σύμβαση ασφάλισης μεταξύ ζημιώσαντος και ασφαλιστικής εταιρίας,
ζήτημα το οποίο αφορά την ουσία της υπόθεσης, ο ενάγων ζημιωθείς, σε κάθε
περίπτωση, δεν έχει ευθεία αγωγή κατά αυτής από την τυχόν ισχυρή σύμβαση
ασφάλισης που υπάρχει ανάμεσα στην τελευταίας και τον ζημιώσαντα. Περαιτέρω,
στο δικόγραφο της αγωγής μήτε αναφέρεται η αδράνεια του οφειλέτη στην άσκηση
της αξιώσεως του κατά του υπόχρεου ασφαλιστή, ώστε να εκληφθεί τυχόν ως
πλαγιαστική αγωγή κατά αυτού, μήτε γίνεται επίκληση τυχόν εκχώρησης της
αξιώσεως για λήψη του ασφαλίσματος (σύμβαση ελευθερώσεως) από τον 1°
εναγόμενο, ώστε να επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, η άσκηση ευθείας αγωγής κατά
της ασφαλιστικής εταιρίας, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν υπό ανωτέρω. Κατά τα
λοιπά και καθ` όσον αφορά τον 1° εναγόμενο η αγωγή είναι νόμιμη, ως προς
αμφότερες τις βάσεις της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 914,
922, 926, 929, 930, 299, 932, 346 ΑΚ, 907, 908 §1 δ, 1047 και 176 ΚΠολΔ και
αρ. 7 § 6, 12, 14, 22 και 23 της ΥΑ 3131/1-03-99, πλην: α) του αιτήματος περί
καταβολής του ποσού των 2.448 € που κατέβαλε ο ενάγων στο ταξιδιωτικό του
πρακτορείο στη Γερμανία για το δεκαπενθήμερο πακέτο των διακοπών του ιδίου
και της συζύγου του στη Ρόδο, το οποίο κρίνεται νόμιμο, μόνο για το, από την
ημερομηνία του ατυχήματος και έπειτα χρονικό διάστημα, ήτοι από 9-8-2003 έως
και 14-8-2003 (6 ημέρες) και πιο συγκεκριμένα για το ποσό των [(2.448 /15
ημέρες) = 163,2 χ 6 ημέρες =] 979,20 €, β) του αιτήματος να διαταχθεί
εναντίον του 1ου εναγομένου χρηματική ποινή 1500 € ως μέσο εκτέλεσης της
εκδοθησομένης απόφασης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς η
χρηματική ποινή ή η απειλή αυτής δεν περιλαμβάνεται, κατ` άρθρο 951 ΚΠολΔ,
στα μέσα εκτέλεσης για ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης όπως εν προκειμένω
και γ) το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά
εκτελεστής ως προς τη διάταξη που αφορά την προσωπική κράτηση του 1ου
εναγομένου, το οποίο θα πρέπει να απορριφθεί, ομοίως, ως μη νόμιμο, διότι η
προσωπική κράτηση εκτελείται από το χρόνο κατά τον οποίο η απόφαση που τη
διατάσσει γίνεται τελεσίδικη (αρ. 1049 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί
περαιτέρω, κατά τα νόμιμα αιτήματα της και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα
της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως της προσκομίζεται η, από
14-2-2005, δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος περί αποτυχίας της
απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, κατ` άρθρο 214Α ΚΠολΔ και
απορριπτόμενου του αιτήματος που προέβαλε με τις προτάσεις του ο 1ος
εναγόμενος, ήτοι περί αναβολής της συζήτησης της αγωγής αυτής, ωσότου
περατωθεί αμετάκλητα η σχετική ποινική διαδικασία που εκκρεμεί εναντίον του,
αφενός μεν λόγω του κινδύνου παρελκύσεως της δίκης, (βλ. Μακρίδου στην
ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, 2000, άρθρο 250, αριθμ. 4, σελ. 526),
αφετέρου δε γιατί η όποια κρίση του ποινικού δικαστηρίου περί της ενοχής ή μη
του ως άνω κατηγορουμένου δεν δεσμεύει την κρίση του παρόντος πολιτικού
Δικαστηρίου περί της αδικοπρακτικής ευθύνης των τυχόν υπευθύνων προς
αποζημίωση του παθόντος από το επίδικο ατύχημα (βλ. ΑΠ 1236/1998, Δ.
1999.351, ΕφΘεσ 2422/2001 Αρμ 2002.73).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος του 1ου εναγομένου (ο
ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα
απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού και η οποία εκτιμάται
κατά τον λόγο γνώσης και αξιοπιστίας του και από την εκτίμηση όλων,
ανεξαιρέτως, των νομίμως και με επίκληση, εκατέρωθεν προσκομιζομένων δημοσίων
και ιδιωτικών εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση
απόδειξη και άλλα, (άρ. 339 σε συνδ. προς 395 ΚΠολΔ), για τη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων (μεταξύ των τελευταίων περιλαμβάνονται και τα δημόσια
έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής προδικασίας – βλ. σχετ. ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη
33.814, ad hoc ΑΠ 1034/1977 ΝοΒ 26.921), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Στις 31-7-2003 ο ενάγων, υπήκοος Γερμανίας έφθασε στη Ρόδο μαζί
με τους οικείους του (τη σύζυγο του, την κόρη της τελευταίας και το σύζυγο
αυτής) για δεκαπενθήμερες διακοπές, ήτοι μέχρι τις 14-8-2003. Την 10η ημέρα
των διακοπών του και δη στις 9-8-2003 και ώρα 11:00 το πρωί, ο ενάγων πήγε με
τους οικείους του στην παραλία του Ενυδρείου για κολύμβηση, όπου και
αποφάσισε να πετάξει με αλεξίπτωτο πάνω από τη θάλασσα, το οποίο απογειωνόταν
με τη βοήθεια ενός ταχύπλοου σκάφους. Προς τούτο απευθύνθηκε στην επιχείρηση
θαλασσίων σπορ που διατηρούσε ο 1ος εναγόμενος στην εν λόγω παραλία, με σκοπό
να μισθώσει ένα τέτοιο σκάφος. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη
δικογραφία δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα αν ο ίδιος ο 1ος εναγόμενος ήταν
παρών κατά τη διάρκεια της εν λόγω μίσθωσης, πάντως, δεν ήταν αυτός ο οποίος
μπήκε με τον ενάγοντα στο ταχύπλοο. Αντιθέτως, στο ταχύπλοο μπήκαν μαζί με
τον ενάγοντα, ένας άλλος χειριστής, ο οποίος σύμφωνα με την κατάθεση του
μάρτυρα του 1ου εναγομένου, ονομάζεται …., ο υιός του 1ου εναγομένου ως
βοηθός του χειριστή, καθώς και η κόρη της συζύγου του ενάγοντος. Θα πρέπει
πάντως να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με
την αληθινή ταυτότητα του χειριστή του εν λόγω σκάφους, καθώς το όνομα του Ν.
Μ. στο οποίο αναφέρθηκε ο μάρτυρας Κ. Κ., γιος του 1ου εναγομένου, ουδόλως
αναφέρθηκε προανακριτικώς και δη κατά τη σύνταξη της σχετικής ποινικής
δικογραφίας κατά του Γ. Κ., μήτε από τον 1° ενάγοντα – κατηγορούμενο, μήτε
από τον μάρτυρα – υιό του, αντιθέτως ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε ενόρκως στις
9-8-2003 ενώπιον του αρμοδίου ανακριτικού οργάνου, ότι χειριστής στο σκάφος
ήταν ο 1ος εναγόμενος – πατέρας του, γεγονός που αναίρεσε κατηγορηματικώς με
την κατάθεση του στο παρόν Δικαστήριο, καταθέτοντας ότι «τότε είπε ψέματα».
Στη συνέχεια, το εν λόγω πλήρωμα έδωσε οδηγίες στον ενάγοντα, πριν
επιβιβαστούν στο σκάφος, περί της διαδικασίας που θα ακολουθούσε, ενώ ο
τελευταίος φόρεσε, πάντοτε υπό τις οδηγίες των ανωτέρω, την ειδική εξάρτηση
του αλεξίπτωτου που αποτελείται από μία ζώνη και δύο ιμάντες με κρίκους που
συνδέονται με το αλεξίπτωτο, καθώς και σωσίβια ζώνη και εν συνεχεία το σκάφος
μπήκε στη θάλασσα. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή κατά τη
συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν άνεμοι 3-4 μποφώρ, ωστόσο δεν αποδείχθηκε
από το υλικό της δικογραφίας ότι υπήρχε σχετική, κατ` άρθρο 7 § 12 του ως άνω
Κανονισμού, απόφαση του Λιμενάρχη, περί απαγόρευσης θαλασσίων δραστηριοτήτων
λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών. Μόλις ο ενάγων έλαβε θέση απογείωσης στην
αντίστοιχη εξέδρα που υπήρχε στο πίσω μέρος του σκάφους, ο χειριστής αυτού
ανέπτυξε ταχύτητα, ώστε να αρχίσει η απογείωση του αλεξιπτώτου, το οποίο
συνδέεται με το σκάφος με ειδικό σχοινί έλξης μήκους 50 μέτρων. Μετά από
κάποια λεπτά ομαλής πτήσης και ενώ ο ενάγων βρισκόταν σε ύψος 20-30 μέτρων
έσπασαν διαδοχικώς πρώτα ο δεξιός και κατόπιν ο αριστερός ιμάντας της
εξάρτησης, οι οποίοι συνέδεαν τον ενάγοντα με το αλεξίπτωτο, με αποτέλεσμα τη
σφοδρή πτώση του τελευταίου στη θάλασσα. Αμέσως μετά το εν λόγω συμβάν, ο
γιος του 1ου εναγομένου, έκοψε το σκοινί έλξης του θαλάσσιου αλεξίπτωτου,
προκειμένου να αποφύγει την εμπλοκή του στον έλικα του σκάφους και το σκάφος
προσέγγισε τον ενάγοντα περισυλλέγοντας τον. Στη συνέχεια ο 1ος εναγόμενος,
αντιλαμβανόμενος από τη στεριά το ατύχημα, μετέφερε με μία μικρή λέμβο τον
ενάγοντα στην παραλία, όπου του προσφέρθηκαν από γιατρό οι πρώτες βοήθειες.
Ακολούθως ο παθών μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Τμήμα Επειγόντων
περιστατικών του Νοσοκομείου της Ρόδου, όπου μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε
ότι είχε υποστεί κάκωση θώρακος, κάταγμα θωρακικού σπονδύλου Θ12, και
πολλαπλές εκχυμώσεις αριστερής πυελικής χώρας (βλ. το υπ` αρ. πρ. 2913/2-9-
2003 ενημερωτικό σημείωμα του Διευθυντή της Α` χειρουργικής κλινικής όπου
εισήχθη ο ενάγων, Τ. Π.). Στην ως άνω χειρουργική κλινική ο ενάγων υπεβλήθη
αρχικώς σε συντηρητική θεραπεία, ενώ του συνεστήθη από νευροχειρουργό
τοποθέτηση θωρακοοσφυικού κηδεμόνα τύπου …… Ο ενάγων, ο οποίος αποφάσισε
να πραγματοποιήσει την οποιαδήποτε επέμβαση απαιτούταν, στην πατρίδα του,
παρέμεινε στο Νοσοκομείο για δεκαεννέα (19) ημέρες, ήτοι μέχρι τις 28-8-2003,
όταν και αναχώρησε για τη Γερμανία σε φορείο με ειδική πτήση, όπου και
εισήχθη αμέσως στο Νοσοκομείο “… ………..” του Μονάχου. Στο εν λόγω
νοσοκομείο νοσηλεύθηκε μέχρι και τις 11-9-2003 και διαπιστώθηκε ότι είχε
υποστεί σταθερά συμπιεστικά κατάγματα, όχι ενός, αλλά τριών θωρακικών
σπονδύλων, καθώς επίσης και θλάση του πνεύμονα με συλλογή υγρού στις
πλευρικές κοιλότητες, αμφότερα, αιμορραγική αναιμία με έντονα αιματώματα στα
μαλακά μόρια (βλ. τη μεταφρασμένη από το συνημμένο στα Γερμανικά και με
ημερομηνία 18-9-2003 ιατρικό δελτίο διάγνωσης του αρχιάτρου της ως άνω
κλινικής …. …………. Ακολούθως κρίθηκε απαραίτητη η μεταφορά του σε
άλλο πιο ειδικευμένο νοσοκομείο και συγκεκριμένα στην ειδική κλινική φυσικής
ιατρικής και αποκατάστασης “……..”, όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος στο
ορθοπεδικό τμήμα αυτής μέχρι και τις 30-9-2003 προς συνέχιση της αποθεραπείας
του (βλ. τη μεταφρασμένη από τη συνημμένη στα γερμανικά και με ημερομηνία 31-
3-2004 βεβαίωση νοσηλείας). Μετά την έξοδο του από το ως άνω Νοσοκομείο και
λόγω των συνεχιζόμενων πόνων του στη μεταβατική περιοχή θώρακος -οσφυϊκής
χώρας ο ενάγων επισκέφθηκε στις 3-11-2003 το νευροχειρουργό δρ. G. H., ο
οποίος τον παρέπεμψε για θεραπευτική αγωγή ή σύσταση ενδεδειγμένης θεραπείας
στον ακτινολόγο δρ. H. H., ο οποίος διέγνωσε σοβαρά προβλήματα στη σπονδυλική
στήλη του παθόντος (βλ. τη μεταφραζόμενη από τη συνημμένη στα γερμανικά και
με ημερομηνία 3-11-2003 ιατρική επιστολή του ως άνω ιατρού) και τον παρέπεμψε
στο νευροχειρουργικό τμήμα της «Τραυματολογικής Κλινικής Κοινωνικής
Επαγγελματικής Ασφάλισης» στην πόλη Μούρναου, το οποίο ο ενάγων επισκέφθηκε
αρχικώς στις 21-11-2003 και ακολούθως παρέμεινε σε αυτό για κλινική περίθαλψη
από τις 27-11-2003 μέχρι τις 5-12-2003. Στις 1-12-2003 και αφού προηγουμένως
είχε διαπιστωθεί εκτός των άλλων και δραστηριότητα στον οσφυϊκό σπόνδυλο 5,
υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση με ολική νάρκωση και διασωλήνωση (βλ. τη
μεταφραζόμενη από τη συνημμένη στα γερμανικά και με ημερομηνία 12-12-2003
βεβαίωση του αρχιάτρου της νευροχειρουργικής κλινικής δρ. ….), ενώ κατά
την έξοδο του από την κλινική στις 5-12-2003 του συνεστήθη να επανέλθει για
εξέταση μετά από 6 εβδομάδες. Κατόπιν τούτου ο ενάγων συνέχισε να
παρακολουθείται ιατρικά και να υποβάλλεται σε συνεχείς επιβεβλημένες
φυσιοθεραπείες, όπως ενδεικτικά στις 13-12-2003, 18-12-2003, 13-1-2004, 17-2-
2004, 19-2-2004, 24-3-2004 και 19-4-2004, έχοντας πάντως υποστεί μόνιμη
μείωση της σωματικής του ικανότητας (βλ. τη μεταφρασμένη από τη συνημμένη στα
γερμανικά και με ημερομηνία 30-7-2004 ιατρική βεβαίωση του ειδικού ιατρού
παθολόγου U. B.) και όντας αναγκασμένος να λαμβάνει συνεχώς σκευάσματα με
ασβέστιο, βιταμίνη D και σιφωσφονικά για λόγους προφύλαξης και πρόληψης
μελλοντικών οστεοπορικών καταγμάτων. Το ως άνω ατύχημα και οι, συνεπεία αυτού
ως άνω εκτεθείσες, σωματικές βλάβες που υπέστη ο ενάγων οφείλονται σε
αποκλειστική υπαιτιότητα, αφενός μεν του 1ου εναγομένου, ως ιδιοκτήτη και
υπεύθυνου λειτουργίας της επιχείρησης θαλασσίων σπορ από την οποία μίσθωσε το
ταχύπλοο ο ενάγων, αφετέρου δε των προστηθέντων από αυτόν χειριστή και
βοηθού, μελών δηλαδή του πληρώματος, που κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή
ενεργούσαν προς εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων
του 1ου εναγομένου – προστήσαντος και υπόκειντο στον έλεγχο, στις γενικές
οδηγίες και εντολές αυτού. Πιο συγκεκριμένα τα επίδικο ατύχημα και οι
αντίστοιχες πιο πάνω περιγραφόμενες προκληθείσες σωματικές βλάβες του
ενάγοντος οφείλονται στην αμελή συμπεριφορά του 1ου εναγομένου ο οποίος, α)
κατά παράβαση του άρθρου 7 § 6 της υπ` αρ. 3131/1-3-1999 απόφασης του
Υπουργού Ναυτιλίας που αφορά Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αρ. 20
«Ταχύπλοα (ταχυκίνητα) σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής», η οποία
δημοσιεύθηκε στο υπ` αρ. 444.26-4-1999 ΦΕΚ (τεύχος Β), δεν φρόντισε για τη
σωστή συντήρηση του εξοπλισμού και των εξαρτημάτων του αλεξιπτώτου που
προσδέθηκε ο παθών με αποτέλεσμα οι ιμάντες με τους οποίους προσδέθηκε ο
τελευταίος και οι οποίοι τον συνέδεαν μέσω δύο κρίκων με το αλεξίπτωτο να
είναι παλαιοί και φθαρμένοι, γεγονός το οποίο και προκάλεσε την αποκοπή τους
και την πτώση του παθόντος στη θάλασσα, β) χρησιμοποίησε ως πλήρωμα και δη ως
χειριστή και ως βοηθό αυτού άτομα τα οποία δεν είχαν άδεια ικανότητας
χειριστή κατά παράβαση των άρθρων 5 περ. δ. και 7 § 14 του ως άνω κανονισμού.
Γι` αυτόν άλλωστε το λόγο, προανακριτικώς, τόσο ο ίδιος ως κατηγορούμενος,
όσο και ο υιός του εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, προσπάθησαν να πείσουν
ότι χειριστής του σκάφους ήταν ο ίδιος ο 10ς εναγόμενος, ακριβώς διότι ήταν ο
μόνος από τους εμπλεκόμενους, ο οποίος κατείχε την σχετική άδεια και γ) δεν
διέθεσε προς διάσωση του ενάγοντος ειδική σωστική λέμβο με εξοπλισμό που να
πληρεί τα κριτήρια του άρθρου 23 § 1 του ως άνω κανονισμού, αλλά αντιθέτως
ένα μικρό πλοιάριο. Με την ως άνω αμελή του συμπεριφορά και δη τις
αναφερθείσες παραλείψεις δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση κατά του
ενάγοντος, την οποία είχε υποχρέωση να αποτρέψει λαμβάνοντας κάθε
ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο προς προστασία του τελευταίου από την
πρόκληση σε αυτόν οποιασδήποτε ζημίας, πλην όμως δεν το έπραξε. Ενδεικτικό δε
της αμέλειας του 1ου εναγομένου αποτελεί και το γεγονός ότι μετά το ατύχημα
δεν μερίμνησε καν να ειδοποιήσει, ως όφειλε, το Λιμεναρχείο Ρόδου, το οποίο
πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα από ανώνυμο τηλεφώνημα (βλ. την με αρ. πρ.
2212/94/03/9-9-2003 υποβολή φακέλου δικογραφίας του Κ.Λ. Ρόδου). Περαιτέρω,
συνυπεύθυνοι εις ολόκληρον με τον 1° εναγόμενο για την επέλευση του
ατυχήματος είναι και οι, προστηθέντες από αυτόν, χειριστής του σκάφους και
βοηθός -ελεγκτής, οι οποίοι αν και διαπίστωσαν την κακή κατάσταση στην οποία
βρισκόταν ο εξοπλισμός και ειδικότερα οι ιμάντες που συνέδεαν τον ενάγοντα με
το αλεξίπτωτο οι οποίοι ήταν παλαιοί και φθαρμένοι, εντούτοις, πιστεύοντας
ότι δε θα συνέβαινε ατύχημα, του επέτρεψαν να μισθώσει το σκάφος, με
αποτέλεσμα να συμβεί το επίδικο ατύχημα. Συμπερασματικώς, αποκλειστικά
υπεύθυνοι για το ατύχημα και τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο ενάγων είναι ο
10ς εναγόμενος, τόσο ως αυτοτελώς υπεύθυνος όσο και ως υπεύθυνος λόγο
πρόστησης, καθώς και το προστηθέν από αυτόν πλήρωμα του σκάφους, το οποίο
πάντως δεν ενάγεται εν προκειμένω. Αντιθέτως, τον ενάγοντα δεν βαρύνει καμία
υπαιτιότητα στην επέλευση του ατυχήματος, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός
παρέκκλινε από τις οδηγίες που του υποδείχθηκαν, ενώ ο ισχυρισμός του 1ου
εναγομένου ότι ο ενάγων, υπό το κράτος του ενθουσιασμού και της χαράς, έπαιζε
με το σώμα του και άφηνε τα χέρια του στον αέρα, αφενός μεν δεν αποδείχθηκε,
αφετέρου δε, αληθώς υποτιθέμενος, δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την
επέλευση του ατυχήματος, καθώς, όπως κατέθεσε και ο ίδιος ο μάρτυρας του 1ου
εναγομένου στο ακροατήριο ερωτώμενος σχετικά, «αν αφήσει κάποιος τα χέρια του
δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα πέσει από το αλεξίπτωτο, διότι είναι δεμένος».
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω. η σχετική νόμιμη, κατ` άρθρο 300 ΑΚ, ένσταση του
1ου εναγομένου περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος θα πρέπει να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπεία του ατυχήματος και ανεξαρτήτως των
σωματικών του βλαβών, ο ενάγων υπέστη τις ακόλουθες υλικές ζημιές: α) για τη
μεταφορά του στις 28-8-2003 από τη Ρόδο στο Μόναχο με ειδική πτήση, σε ειδικό
φορείο Strecher και υπό τη συνοδεία ενός συνοδού ιατρού, κατέβαλε στην
“…… …….. ……………. ………”, ήδη από τις 22-8-2003, το ποσό
των 5.871,14 € (βλ. τη μεταφρασμένη από τη, συνημμένη στα γερμανικά, υπ` αρ.
01382/2003 προσφορά του ως άνω σωματείου και την μεταφρασμένη από τη,
συνημμένη στα γερμανικά και με ημερομηνία 22-8-2003, εντολή εμβάσματος), β)
από τη ματαίωση των διακοπών του για το εναπομείναν χρονικό διάστημα των έξι
(6) ημερών και με δεδομένο ότι το δικό του πακέτο διακοπών του στοίχισε 1.224
€, χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο ίδιος
κατέβαλε και τα χρήματα για τις διακοπές της συζύγου του (βλ. το μεταφρασμένο
από το συνημμένο στα γερμανικά και με ημερομηνία 25-3-2003 έγγραφο του
ταξιδιωτικού γραφείου …. …….), υπέστη ζημία ποσού (1224/15=81,6 χ 6
ημέρες) = 489, 60 €. γ) Λόγω της παραμονής του επί δεκατεσσάρων ημερών μετά
τη λήξη του πακέτου των διακοπών του στη Ρόδο και δη από τις 14-8-2003 μέχρι
και τις 28-8-2003 αναγκάστηκε να ξοδεύει καθημερινώς για τη συντήρηση της
συζύγου του που παρέμεινε μαζί του και τον φρόντιζε, ποσό, που κατά την κρίση
του δικαστηρίου ανερχόταν σε 20 ευρώ ημερησίως και ειδικότερα για το διάστημα
των 14 ημερών σε (14 χ 20 =) 280 €, ποσό το οποίο ουσιαστικά αντιστοιχεί στις
υπηρεσίες που, άλλως, θα του πρόσφερε κάποια οικιακή βοηθός ή νοσοκόμα και το
οποίο δικαιούται να αναζητήσει, καθώς το γεγονός ότι τις εν λόγω υπηρεσίες
τις πρόσφερε η σύζυγος του δεν μπορεί να αποβεί σε ωφέλεια του υπόχρεου
εναγομένου και σε αποφυγή καταβολής από αυτόν της σχετικής αποζημίωσης του
ενάγοντος, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επίδικο ατύχημα (βλ. ΕφΑθ
7007/2003 ΕλλΔνη 2004.833) και δ) λόγω συμμετοχής του στα έξοδα νοσηλείας του
στην κλινική «…… ………. ……… ……», κατέβαλε στις 12-9-2003 το
ποσό των 126 € (βλ. το από 12-9-2003 μεταφρασμένο από το, συνημμένο στα
γερμανικά, έγγραφο απαίτησης συμμετοχής του, ασθενή της ως άνω κλινικής) και
συνολικά υπέστη θετική ζημία ύψους (5.871,14 + 489,60 + 280 + 126 =) 6.766,74
€, ποσό το οποίο υποχρεούται να του καταβάλει ο 1ος εναγόμενος, ως
αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το αιτούμενο
από τον ενάγοντα κονδύλιο των 88 € λόγω τηλεφωνημάτων που διεκπεραίωσε η
σύζυγος του στη Ρόδο κατά τη διάρκεια της εδώ νοσηλείας του θα πρέπει να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω ζημία
τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του ατυχήματος. Εκτός όμως από την
υλική αποζημίωση, πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, χρηματική ικανοποίηση
για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα και
την σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που ακολούθησε την επέλευση αυτού, η οποία
πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ποσό το
οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο και δίκαιο σταθμίζοντας τις συνθήκες κάτω
από τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, τα διδάγματα της κοινής πείρας
και της λογικής, το βαθμό του πταίσματος του 1ου εναγομένου, το είδος και τη
βαρύτητα του τραυματισμού του ενάγοντος, το χρόνο που απαιτήθηκε για την
αποκατάσταση των τραυμάτων του και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των
διαδίκων προσώπων. Θα πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι το Δικαστήριο δεν
έκρινε σκόπιμη την διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στον ενάγοντα,
απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος του 1ου εναγομένου ο οποίος τη ζήτησε
για να διακριβωθεί αν ο ενάγων έπασχε και από άλλες ασθένειες ή τραύματα
προγενέστερα του ατυχήματος, αφενός μεν διότι οι τυχόν προηγούμενες παθήσεις
του ενάγοντος διαχωρίζονται με σαφήνεια σε όλες τις ως άνω εκτεθείσες και
προσκομισθείσες ιατρικές βεβαιώσεις από τα τραύματα που υπέστη εξαιτίας του
ατυχήματος, χαρακτηριζόμενες ως «δευτερεύουσες διαγνώσεις», έτσι ώστε να μη
καταλείπεται στο Δικαστήριο οποιαδήποτε ασάφεια σχετικά με το ότι οι εν λόγω
διαγνώσεις που αναφέρθηκαν στην παρούσα απόφαση αφορούσαν αποκλειστικά και
μόνο το ένδικο ατύχημα, αφετέρου δε διότι τυχόν προδιάθεση του παθόντος, δεν
διαδραματίζει κανένα κρίσιμο ρόλο στη διαδρομή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ
ατυχήματος και επελθούσας ζημίας, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην αρχή της
παρούσας. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που
στρέφεται κατά του 1ου εναγομένου να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ`
ουσία και να υποχρεωθεί ο 1ος εναγόμενος, αφενός μεν ως υπεύθυνος της
επιχείρησης θαλασσίων σπορ από την οποία μίσθωσε το σκάφος ο ενάγων, αφετέρου
δε ως προστήσας το διμελές πλήρωμα του σκάφους στο οποίο συνέβη το επίδικο
ατύχημα, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (5.871,14 + 489,60 +
280 + 126 + 15.000) = 21.766,74 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Όσον αφορά το αίτημα να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το
Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την
προσωρινή εκτελεστότητα και ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να
επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, γι` αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να
γίνει εν μέρει δεκτό, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Ακόμη, το δικαστήριο δεν
κρίνει ότι χρειάζεται να επιβληθεί απειλή προσωπικής κράτησης κατά του 1ου
εναγομένου, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς, αυτή πρέπει να
απαγγέλλεται μόνο ως εξαίρεση του κανόνα του απαραβίαστου της προσωπικής
ελευθερίας, ενώ δεν αποδείχθηκε από συγκεκριμένα στοιχεία της δικογραφίας ότι
αυτός είναι αφερέγγυος ως προς την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού (βλ.
ΕφΑθ 6182/2003, ΕλλΔνη 2004.859, ΕφΘεσ 360/2003, ΕλλΔνη 2004.535). Περαιτέρω,
εφόσον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο ανέκυψε, σύμφωνα με τα
όσα εκτέθηκαν υπό ανωτέρω, γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί έγκλημα
διωκόμενο αυτεπαγγέλτως και πιο συγκεκριμένα, αυτό της κατ` άρθρο 224 § 2
ΚΠΔ, ψευδορκίας μάρτυρα που φέρεται να τέλεσε ο Κ. Κ., μάρτυρας του 1ου
εναγομένου, κατά την διάρκεια προηγουμένης ένορκης κατάθεσης του στις 9-8-
2003, ενώπιον του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου, καταθέτοντας ότι ο 1ος
εναγόμενος – πατέρας του ήταν ο χειριστής του σκάφους στο οποίο συνέβη το
ατύχημα, ενώ το αληθές, όπως βεβαίωσε και ο ίδιος στη κατάθεση του ενώπιον
του Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της παρούσας, είναι ότι
χειριστής ήταν έτερο πρόσωπο ονόματι, κατ` αυτόν, Ν. Μ., πρέπει, κατ`
εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠΔ, να διαταχθεί, επιμέλεια της Γραμματέως του
Δικαστηρίου τούτου, η διαβίβαση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου
υπηρεσιακού αντιγράφου τόσο της ως άνω προανακριτικής κατάθεσης του εν λόγω
μάρτυρος, όσο και των πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου,
προκειμένου να διερευνηθεί από αυτόν η τέλεση ή μη της ως άνω αξιόποινης
πράξης, η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της 2ης
εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος (αρ. 176 ΚΠολΔ), ενώ
μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του
1ου εναγομένου (αρ. 178 ΚΠολΔ), όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό
της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της 2ης εναγομένης
ασφαλιστικής εταιρίας.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της 2ης εναγομένης, σε βάρος του ενάγοντος, τα
οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του 1ου
εναγομένου.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον 1° εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των
είκοσι μία χιλιάδων επτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών
(21.766,74), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι
ολοσχερούς εξόφλησης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δέκα χιλιάδων
(10.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού να διαβιβάσει, από τη
δικογραφία, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου υπηρεσιακά αντίγραφα: α)
της, με ημερομηνίας 9-8-2003, έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα του Κ. Κ.,
ενώπιον του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου και β) των ταυτάριθμων με την
παρούσα πρακτικών συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου, προκειμένου να
ερευνηθεί αν ο Κ. Κ. έχει τελέσει ή όχι το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του 1ου εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του
ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό οχτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Ρόδο στις 12-6-2007.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση αυτού στη
Ρόδο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους,
στις 22-6-2007.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)