Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 29/2010 Ειρηνοδικείο Ρόδου

29/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ (ΕΙΔΙΚΗ) ( 541556)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Τροχαίο ατύχημα. Ικανότητα διαδίκου. Εάν ο εναγόμενος απεβίωσε πριν την
άσκηση της αγωγής, η αγωγή είναι απαράδεκτη. Παραγραφές. Διάκριση των
παραγραφών των αξιώσεων ζημιωθέντος και ασφαλισμένου έναντι ασφαλιστή. Αγωγή
πλαγιαστική. Η εκ μέρους του ζημιωθέντος τρίτου σώρευση στο ίδιο δικόγραφο
της ευθείας αγωγής κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση και της πλαγιαστικής
αγωγής κατά του ασφαλιστή είναι απαράδεκτη, εφ` όσον δεν έχει γίνει η επίδοση
του δικογράφου των σωρευόμενων αγωγών προς τον ζημιώσαντα ασφαλισμένο, αφού ο
τελευταίος απεβίωσε πριν από την άσκησή τους.

Αριθμός 29/2010

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
(ειδικής διαδικασίας πινακίου)

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Ρόδου Ιωάννα Κολιλέκα και τη Γραμματέα
Ελισάβετ Ψαρρή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Ρόδο στις 20 Οκτωβρίου 2009 για
να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων-εναγόντων: 1) Σ. Κ., κατοίκου Ρόδου και 2) Ανώνυμης Εταιρείας
Γενικών Ασφαλίσεων Ζημιών με την επωνυμία «Ι. Α.Ε.», που εδρεύει στη Θεσ/νίκη
και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια
δικηγόρο τους Λυγία Διακοσταυριανού.
Των καθ` ων η κλήση-εναγομένων: 1) Μ. Π., κάτοικος Ρόδου και 2) Ανώνυμης
Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «Ε. Π. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα
και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων για τον μεν 1ο καθ` ου η κλήση-
εναγόμενο εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Σταύρος Τριανταφυλλίδης
και δήλωσε ότι απεβίωσε πριν την άσκηση της αγωγής, την 10/01/2007, και ότι
υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του: 1)…4), από τους οποίους, ο 2ος
παραστάθηκε με τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, οι δε λοιποί εκπροσωπήθηκαν
από τον ίδιο δικηγόρο, ενώ η 2η καθ` ης η κλήση-εναγόμενη εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραμιχάλη.

Οι καλούντες-ενάγοντες με την από 08-10-2008 και με αριθμ. εκθ.κατ. 160/2008
κλήση τους, με την οποία ζητούν τη εκ νέου συζήτηση της από 28-9-2007 αγωγής
τους που κατατέθηκε με αριθμό 171/2007, η οποία προσδιορίστηκε στη δικάσιμο
που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, ζήτησαν να
γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στο αιτητικό της.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται
στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την
ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή,
όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, αρχίζει να υπάρχει μόλις αυτό γεννηθεί
ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατο του (άρθρα 34 και 35 ΑΚ). Εξάλλου,
κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν
συντρέχει η κατά το άρθρο 62 διαδικαστική προϋπόθεση, ενόψει και του άρθρου
313 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο μπορεί να επιδιωχθεί με
αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως αν εκδόθηκε
σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι
εκείνο που είχε αποβιώσει (βλ. ΟλΑΠ 27/1987 ΝοΒ 36.92, ΑΠ 1321/1989 ΕλΔνη
31.795). Επί τη βάσει τούτων, το δικόγραφο της αγωγής που απευθύνεται κατά
ανύπαρκτου προσώπου είναι άκυρο και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη,
διότι η δυνατότητα του να είναι κανείς διάδικος αποτελεί διαδικαστική
προϋπόθεση για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας (ΑΠ 147/2006 δημ. Δ.Σ.Α.,
ΑΠ 448/2005 δημ. Νόμος, ΑΠ 868/2001 δημ. Νόμος, ΑΠ 631/2001 ΝοΒ 2002.695, ΑΠ
593/1999 ΕλΔνη 2000.69, ΑΠ Π94/1997 ΕλΔνη 40.90, ΕφΑΘ 1034/2003 ΕλΔνη
2006.551, ΕφΔωδ 40/2005 δημ. Νόμος, Βαθροκοκοίλης, ΚΠολΔικ, άρθρο 62, αριθ.
13, 14, 44, άρθρο 313 αριθ. 9, άρθρο 639 αριθ. 7).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10§2 του Ν.489/1976 η από την §1 του άρθρου
αυτού ευθεία αξίωση που έχει από την ασφαλιστική σύμβαση το πρόσωπο που
ζημιώθηκε κατά του ασφαλιστή, παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την
ημέρα του ατυχήματος. Η διάταξη όμως αυτή αναφέρεται στις σχέσεις του
ζημιωθέντος τρίτου και του ασφαλιστή και όχι στις αξιώσεις του ασφαλισμένου
κατά του ασφαλιστή, το χρόνο παραγραφής των οποίων ρυθμίζει πλέον, μετά την
κατάργηση του άρθρου 195 του Εμπ.Ν. από το άρθρο 33§1 του Ν.2496/1997, η
διάταξη του άρθρου 10 του νόμου αυτού, κατά την οποία «αξιώσεις που πηγάζουν
από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από
τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια,
από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν». Η διάταξη αυτή, παρότι το
γράμμα της αναφέρεται στην ασφάλιση κατά ζημιών και στην ασφάλιση προσώπων,
έχει ανάλογη εφαρμογή, κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη και
στην ασφάλιση ευθύνης από αυτοκίνητο (βλέπε σχετικά: Α. Αργυριάδη «Στοιχεία
ασφαλιστικού δίκαιου» σελ. 80, Α.Π.728/1985 ΝοΒ 34, 563, Ε.Π.258/2001
Ε.Εμπ.Δ. 2001, 523). Κατά την άποψη δε που επίσης κρατεί στη θεωρία και τη
νομολογία, το δικαίωμα του ασφαλισμένου να στραφεί κατά του ασφαλιστή του
για να τον καλύψει ασφαλιστικά γεννιέται από τότε που θα επέλθει η
ασφαλιστική περίπτωση, δηλαδή από του χρονικού εκείνου σημείου κατά το οποίο
ο ζημιωθείς τρίτος θα επιδώσει στον ζημιώσαντα ασφαλισμένο τη σχετική αγωγή
αποζημίωσης που ενεργοποιεί την ευθύνη του, γιατί από τότε πραγματώνεται η
ασφαλιστική περίπτωση (κίνδυνος), έστω και αν ακόμη δεν έχει
συγκεκριμενοποιηθεί με δικαστική διάγνωση ή εξώδικο καθορισμό το ύψος της
αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου (βλέπε Εφ.Λαμ.215/2005 Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α.,
Ε.Π.258/2001 Ε.Εμπ.Δ. 2001, 523, Ε.Α.7172/2001 Ε.Συγκ. Δικ. 2003, 16,
Ε.Α.7854/2001 ΕλλΔνη 43, 171, Ε.Πατρ.745/1999 Αχ.Νομ. 2000, 605,
Ε.Α.2152/1990 Δ. 22, 128, Αθαν. Γ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία
αυτοκινητικά ατυχήματα», έκδοση 1998, αριθμ. 1879, 1902 και 191 επ., Φλούδας
«Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων» έκδοση 1985, σελ. 228). Επομένως,
από το τέλους του έτους, μέσα στο οποίο έγινε η επίδοση της κατά του
ασφαλισμένου αγωγής του ζημιωθέντος αρχίζει και η κατά τη διάταξη του άρθρου
10 του Ν.2496/1997 παραγραφή της από την ασφαλιστική σύμβαση αξίωσης του
πρώτου κατά του ασφαλιστή του. Εξ` άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 72 του
Κ.Πολ.Δικ. «οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία,
ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφ` όσον εκείνος δεν τα ασκεί,
εκτός αν συνδέονται με το πρόσωπο του». Συνεπώς, όταν, σύμφωνα με τα
παραπάνω,
έχει παραγραφεί η ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή,
ενώ δεν έχει παραγραφεί ακόμη η μακρύτερη κατά χρονική διάρκεια αξίωση του
ασφαλισμένου κατά του τελευταίου (αξίωση ελευθέρωσης), μπορεί να
ικανοποιηθεί η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου με την πλαγιαστική αγωγή του
άρθρου 72 του Κ.Πολ.Δικ., εφ` όσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης
της αγωγής αυτής, οι οποίες είναι, όπως προκύπτει από το γράμμα της διάταξης
του προαναφερόμενου άρθρου, αφ` ενός μεν η γένεση της κατά του ασφαλιστή
αξίωσης του ασφαλισμένου και αφ` ετέρου η αδράνεια τούτου να ασκήσει την
αξίωση του αυτή (Αθαν. Γ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά
ατυχήματα» ό.π., αριθμ. 1881, 1995, 2151). Η συνδρομή δε των προϋποθέσεων
αυτών συνδέεται στενά και άρρηκτα με το χρονικό σημείο επίδοσης της κατά του
ασφαλισμένου αγωγής του ζημιωθέντος τρίτου, αφού από το χρονικό αυτό σημείο
γεννιέται, όπως ελέχθη, η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του και
παράλληλα από το ίδιο χρονικό σημείο είναι λογικά δυνατό να νοηθεί ότι
αρχίζει η περίοδος αδράνειας του πρώτου να ασκήσει τα από την ασφαλιστική
σύμβαση δικαιώματα του, αδράνεια όμως η ύπαρξη της οποίας τελικά θα κριθεί
κατά το χρόνο της συζήτησης της πλαγιαστικής αγωγής, αφού κατά το χρόνο
αυτό, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 216, 224, 269 του
Κ.Πολ.Δικ., θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης της πλαγιαστικής
αγωγής (βλέπε σχετικά Α.Π. 352/1992, 571/1991 Δ. 23, 767, ΕλλΔνη 32 1227,
Ε.Α.8740/1990 ΕλλΔνη 35, 134). Κατά συνέπεια λοιπόν, αναγκαία εντέλει
προϋπόθεση, για να μπορεί το πρόσωπο, που ζημιώθηκε, να ασκήσει πλαγιαστικά
το δικαίωμα του ζημιώσαντος ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του, είναι η
επίδοση της αγωγής αυτού (ζημιωθέντος τρίτου) κατά του ασφαλισμένου στον
τελευταίο (βλέπε Ε.Π.258/2001 ό.π., Ε.Πατρ.745/1999 ό.π., Ε.Α.2152/1990 Δ.
22, 128, Αθαν. Γ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα»
ό.π., αριθμ. 1902). Την πλαγιαστική αυτή αγωγή, η οποία έχει ως βάση μεν τη
μεταξύ του ζημιώσαντος ασφαλισμένου και του ασφαλιστή του σύμβαση ασφάλισης,
ως πηγή όμως την αδικοπραξία του ασφαλισμένου, ο ζημιωθείς τρίτος μπορεί να
την σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο με την αγωγή αποζημίωσης κατά του υπόχρεου
σε αποζημίωση ασφαλισμένου, χωρίς μάλιστα στην περίπτωση αυτή να ασκεί
κάποια έννομη επιρροή στην άσκηση της στο ίδιο δικόγραφο σωρευόμενης
πλαγιαστικής αγωγής, ενόψει του κατά τα προαναφερθέντα χρόνου γένεσης του
δικαιώματος του τελευταίου κατά του ασφαλιστή του, το χρονικό σημείο
επίδοσης του δικογράφου των ως άνω σωρευόμενων αγωγών στον ασφαλισμένο και
στον ασφαλιστή, αρκεί η επίδοση του δικογράφου αυτού προς τον πρώτο να έχει
γίνει κατά το χρόνο εκδίκασης των σωρευόμενων αγωγών, χρόνος κατά τον οποίο,
όπως ελέχθη, κρίνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων άσκησης της πλαγιαστικής
αγωγής (βλέπε Ε.Π.258/2001 ό.π., Ε.Α.7172/2001 ό.π., Ε.Πατρ.745/1999 ό.π.,
Ε.Α.8981/1998 ΕλλΔνη 42, 757, Ε.Α.7774/1993 ΕλλΔνη 36, 1592, Ε.Α.7562/1993
ΕλλΔνη 36, 1596, Ε.Α.2152/1990 ό.π., Αθαν. Γ. Κρητικού «Αποζημίωση από
τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» ό.π., αριθμ. 1900, αντίθετες οι:
Ε.Α.7854/2001 ΕλλΔνη 43, 171, Ε.Α.5618/2001 ΕλλΔνη 44, 196, Ε.Α.9395/2000
ΕλλΔνη 42, 446, Μον.ΠΤρ.Θεσ. 11629/2004 Αρμ. 2005, 255, οι οποίες,
επικαλούμενες έλλειψη της συνδρομής του στοιχείου της αδράνειας του
ασφαλισμένου στην περίπτωση σώρευσης των προαναφερόμενων αγωγών, απορρίπτουν
ως μη νόμιμη ή απαράδεκτη τη σωρευόμενη πλαγιαστική αγωγή, καθώς και η
Εφ.Λαμ. 215/2005 στην Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α., η οποία δέχεται μεν τη σώρευση των
αγωγών αυτών, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι το ενιαίο δικόγραφο αυτών θα έχει
επιδοθεί πρώτα στον ασφαλισμένο και ακολούθως στον ασφαλιστή του).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες εκθέτουν με την υπό κρίση από 28-9-
2007 και με αρ. καταθ. 171/2007 αγωγή τους, η οποία φέρεται προς συζήτηση με
την από 8-10-2008 και με αρ. καταθ. 160/2008 κλήση, ότι στις 7-2-2004 και
περί ώρα 13:10, ο H. M. οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας …… Ι.Χ.Ε.
αυτοκίνητο, που ανήκει στην ιδιοκτησία της πρώτης ενάγουσας και ήταν
ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη απέναντι σε τρίτους στη δεύτερη ενάγουσα,
εκινείτο επί της επαρχιακής οδού Ρόδου-Καμείρου και με κατεύθυνση από Ρόδο
προς Ιαλυσό. Ότι την ίδια στιγμή ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το
ασφαλισμένο για ζημιές, που προκαλούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του,
στη δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρεία και με αριθμό κυκλοφορίας ..
…. ΙΧΕ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του και κινούμενος στο αντίθετο ρεύμα
κυκλοφορίας της παραπάνω οδού, με κατεύθυνση από Ιαλυσό προς Ρόδο, παραβίασε
την συνεχή διπλή διαχωριστική γραμμή που υπήρχε στον άξονα του οδοστρώματος
και επιπλέον δίχως να θέσει σε λειτουργία τον αριστερό δείκτη πορείας του
επιχείρησε να πραγματοποιήσει στροφή προς τα αριστερά με συνέπεια να
επιπέσει με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του οχήματος του στο
εμπρόσθιο μέρος του οχήματος της ενάγουσας, ακολούθως δε το όχημα του 1ου
εναγόμενου εξετράπη της πορείας του ένεκα της σύγκρουσης, οπισθοχώρησε και
συγκρούσθηκε με την κινούμενη επί της ίδιας επαρχιακής οδού με κατεύθυνση
από Ιαλυσό προς Ρόδο με αριθμό κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα,
προκαλώντας με την υπαίτια και αμελή αυτή συμπεριφορά του αφ` ενός μεν
σοβαρές υλικές ζημιές και στα δύο οχήματα (1ης ενάγουσας και 1ου εναγόμενου)
και αφ` ετέρου τον ελαφρύ τραυματισμό του ίδιου (του 1ου εναγόμενου). Ότι,
ακολούθως η δεύτερη ενάγουσα κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα για την
αποκατάσταση των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν στο όχημα της το ποσό των
6.744 ευρώ και η τελευταία της εκχώρησε με το από 7-4-2004 ιδιωτικό
συμφωνητικό εκχώρησης όλα τα δικαιώματα της κατά των ενεχομένων σε
αποζημίωση της που πηγάζουν από το επίδικο ατύχημα. Περαιτέρω, επειδή η από
τη διάταξη του άρθρου 10§1 του Ν.489/1976 ευθεία αξίωση τους κατά της
δεύτερης των εναγομένων ασφαλιστικής εταιρίας έχει παραγραφεί, οι ενάγουσες
ασκούν πλαγιαστικά κατ` αυτής και για λογαριασμό του πρώτου των εναγομένων
και δανειστή της, τα από την ασφαλιστική σύμβαση δικαιώματα τούτου και
ζητούν στηρίζοντας επικουρικά την αξίωση τους στις περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού διατάξεις: α) να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγομένων να καταβάλει
στον τελευταίο: 1) το συνολικό ποσό των 4.700 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την
επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και 2) το ποσό των
6.744 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής του στην 1η
ενάγουσα, ήτοι από 8-4-2004 άλλως από την επόμενη της επίδοσης της ως άνω
σύμβασης εκχώρησης στους εναγόμενους, ήτοι από 13-12-2004, άλλως από την
επόμενη της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και β) να
υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα προς
αποζημίωση της και για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το
συνολικό ποσό των 4.700 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης
της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση της και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των
6.744 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής του στην 1η
ενάγουσα, ήτοι από 8-4-2004 άλλως από την επόμενη της επίδοσης της ως άνω
σύμβασης εκχώρησης στους εναγόμενους, ήτοι από 13-12-2004, άλλως από την
επόμενη της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση τους, να
κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν σε βάρος
των εναγόμενων τα δικαστικά τους έξοδα.

Οι προαναφερόμενες και σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο (κύρια και
πλαγιαστική) αγωγές αρμόδια καθ” ύλην και κατά τόπον και παραδεκτά φέρονται
στο παρόν δικαστήριο, για να εκδικασθούν κατά την προκειμένη ειδική
διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 του Κ.Πολ.Δικ. (άρθρα: 14§
1εδ.α`, 40Α, 31§3, 219§§! και 2 και 681Α του Κ.Πολ.Δικ.).

Κατά την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του
πρώτου εναγόμενου δήλωσε ότι ο τελευταίος απεβίωσε την 10-1-2007, δηλαδή
πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής. Όπως αποδεικνύεται από το υπ` αριθμ.
πρωτ. 468/16-9-2008 ακριβές φωτοαντίγραφο της υπ` αριθμ. 2/2007 ληξιαρχικής
πράξης θανάτου του Ληξιάρχου του δήμου Ιαλυσού Ρόδου, το οποίο προσκόμισε
στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εναγόμενου, ο τελευταίος
έχει αποβιώσει στις 10-1-2007 δηλαδή πριν από την άσκηση της υπό κρίση
αγωγής. Επομένως, εφόσον ο φερόμενος ως εναγόμενος έχει εκλείψει ως φυσικό
πρόσωπο πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και έτσι εστερείτο της
ικανότητας να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και συνακόλουθα
της ικανότητας να είναι διάδικος, η αγωγή αυτή ως διαδικαστική πράξη είναι
απορριπτέα ως απαράδεκτη, όσον αφορά αυτόν, σύμφωνα με όσα στην αρχή της
παρούσας αναφέρονται. Ακολούθως, απορριπτέα κρίνεται και η ασκηθείσα κατά
της 2ης εναγόμενης πλαγιαστική αγωγή, καθώς δεν συντρέχει εν προκειμένω το
απαιτούμενο από το νόμο (άρθρο 72 του Κ.Πολ.Δικ.), για το παραδεκτό της
πλαγιαστικής αγωγής, στοιχείο της αδράνειας του πρώτου εναγόμενου αφού,
ενόψει των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η εκ
μέρους του ζημιωθέντος τρίτου σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ευθείας αγωγής
κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του
ασφαλιστή του είναι απαράδεκτη, εφ` όσον δεν έχει γίνει η επίδοση του
δικογράφου των σωρευόμενων αγωγών προς τον ζημιώσαντα ασφαλισμένο, αφού ο
τελευταίος απεβίωσε πριν από την άσκηση τους. Τα δικαστικά έξοδα θα
επιβληθούν σε βάρος των εναγουσών (176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με παρόντες τους διαδίκους τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο
κύρια και πλαγιαστική αγωγή.

Απορρίπτει αυτές.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε
εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Ρόδο στις 26
Απριλίου 2010 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση με απόντες τους διαδίκους

και τους πληρεξούσιους δικηγόρους.

Η Ειρηνοδίκης Η Γραμματέας

Α.Σ.

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση