Αποφάσεις μου Δημοσιευμένες στον ιστότοπο “ΝΟΜΟΣ” – 25/2007 ΜονΠρωτΡόδου

25/2007 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΕΙΔΙΚΗ) ( 541903)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Υποκατάσταση αλλοδαπού ασφαλιστικού φορέα. Η υποκατάσταση αναγνωρίζεται στην
Ελλάδα και ο ασφαλιστικός φορέας δικαιούται να αξιώσει από τον ζημιώσαντα και
τον ασφαλιστή του ό,τι υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ασφαλισμένο του.
Πλαγιαστική αγωγή. Στοιχείο της αγωγής είναι η μνεία αδράνειας του οφειλέτη.

Αριθμός Απόφασης 25/2007

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ουρανία Καραντζίκη, πρωτοδίκη, την οποία όρισε
ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και από την Γραμματέα Ιωάννα Διμέλλη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19.9.2006, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: Περιφερειακού Γερμανικού Ταμείου Ασθενείας της Ομοσπονδιακής
πόλης Λύμπεκ, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Μ. Ν. Χ. Λ.»,
νόμιμα εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε στη δίκη από την πληρεξούσια
δικηγόρο του Ειρήνη Γιώρτσου.

Των εναγομένων: 1) Χ. Π., κατοίκου Ρόδου, 2) Ν. Α., κατοίκου Ισραήλ, 3) Κ.
Φ., κατοίκου Ρόδου, 4) της Ανώνυμης Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία
«Ε. Π. Α. Ε.», με έδρα την Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, από τους οποίους οι
τρεις πρώτοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο,
ενώ η τέταρτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη
Καραμιχάλη.

Το ενάγον ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.11.2005 αγωγή της, που κατατέθηκε στη
Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό 372/2005, προσδιορίσθηκε για την
δικάσιμο της 6.6.2006, κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση
της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις
τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ` αριθ. 2606γ/28.4.2006, 2407γ/5.4.2006 εκθέσεις επιδόσεως του
δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου Κ. Π. και την υπ` αριθ. 5267γ/
5.5.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο ίδιο Πρωτοδικείο Α. Δ.,
που προσκομίζει και επικαλείται το ενάγον, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο
επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με κλήση προς συζήτηση για τη
δικάσιμο της 6.6.2006, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με σημείωση στο πινάκιο – η οποία επέχει
θέση κλητεύσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 4 και 241 ΚΠολΔ,
επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους τρεις πρώτους εναγόμενους. Οι
τελευταίοι όμως δεν εμφανίσθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η
υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να
δικαστούν ερήμην, πλην όμως η εκδίκαση της υπόθεσης θα γίνει σαν να ήταν όλοι
οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 681, 672 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ` α` ΑΚ, οι ενοχές από σύμβαση
ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Συνεπώς το
ζήτημα αν η ξένη ασφαλιστική εταιρία καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση
υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ζημιωθέντος κατά του υπόχρεου τρίτου
ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ασφαλίσεως. Η διάταξη δε αυτή
πρέπει να εφαρμοσθεί αναλόγως ώστε να καταλάβει και την κοινωνική ασφάλιση, η
οποία δε στηρίζεται σε σύμβαση του παθόντος με τον ασφαλιστικό του φορέα,
αλλά απευθείας στο νόμο αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Εξάλλου
σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, και δη κατά την παράγραφο 116 του δέκατου
βιβλίου του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Χ) προβλέπεται η
υποκατάσταση του φορέα κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου,
κατά το μέρος που προέβη σε παροχές που εξυπηρετούν κατά τον ίδιο τρόπο την
αποκατάσταση της ζημίας. Η αξίωση σε αποζημίωση είναι άμεση και ευθεία κατά
του υπόχρεου σε αποζημίωση τρίτου. Ο χρόνος δε κατά τον οποίο επέρχεται η
ασφαλιστική υποκατάσταση προκειμένου περί ασφαλίσεως ατυχημάτων, τοποθετείται
τη στιγμή που λαμβάνει χώρα το ζημιογόνο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι κατά
τη στιγμή αυτή υφίσταται η ασφαλιστική σχέση και η υποχρέωση εκ μέρους του
ασφαλιστικού φορέα να καταβάλει παροχές. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 53 του
ν.δ. 4259/1962 με το οποίο κυρώθηκε η από 28.3.1962 Ελληνογερμανική σύμβαση
περί κοινωνικής ασφάλισης, ισχύει η αμοιβαία μεταβίβαση απαιτήσεως και στην
περίπτωση που η αδικοπραξία κατά του κοινωνικώς ασφαλισμένου τελέσθηκε στην
Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή επικαλύπτεται ήδη από το άρθρο 93 του υπ` αριθ.
1408/71 Κανονισμού (ΕΟΚ), όπως τροποποιήθηκε με τον υπ` αριθ. 118/97
Κανονισμό (ΕΚ), σύμφωνα με το οποίο όταν ο φορέας οφειλέτης υποκαθιστά
σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται απ` αυτόν τον δικαιούχο στα
δικαιώματα, τα οποία αυτός έχει έναντι του τρίτου, η υποκατάσταση αυτή
αναγνωρίζεται από κάθε κράτος μέλος (βλ. Α. Κρητικό, Αποζημίωση από Τροχαία
αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, παρ. 766 επ. και 2402). Με τη μεταβίβαση
της απαίτησης στο φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως δε μεταβάλλεται η νομική της
φύση. Η απαίτηση εξακολουθεί και παραμένει απαίτηση από αδικοπραξία. Τα
σχετικά λοιπόν ζητήματα εφεξής πρέπει να αντιμετωπίζονται με βάση τον
χαρακτηρισμό αυτό (ΑΚ 26). Ετσι στον αλλοδαπό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως με
τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου μεταβιβάζεται από τον παθόντα η κατά
του υπόχρεου αποζημίωση αξίωση. Η τελευταία κατά την ΑΚ 26 διέπεται από το
ελληνικό δίκαιο.

Το ενάγον στην υπό κρίση αγωγή του εκθέτει ότι στον τόπο και χρόνο και υπό
τις ειδικότερες συνθήκες που περιγράφει σε αυτή ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας
αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων
αστική ευθύνη στην τέταρτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ενεπλάκη σε ατύχημα
με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος εναγόμενος, ιδιοκτησίας του τρίτου
εναγόμενου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη
στην τέταρτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Οτι συνεπεία του άνω ατυχήματος
το οποίο οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, όπως έχει κριθεί
τελεσίδικα, τραυματίσθηκε η ασφαλισμένη σ` αυτό Τ. Κ. και η θυγατέρα της
(έμμεσο ασφαλισμένο μέλος) Λ. Κ., στις οποίες κατέβαλε, ως φορέας κοινωνικής
ασφάλισης, για τις αναλυτικά αναφερόμενες παροχές το συνολικό ποσό των
18.979,49 ευρώ και υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως από το νόμο στα δικαιώματα των
παθόντων – ασφαλισμένων. Με βάση αυτά τα περιστατικά ζητεί να υποχρεωθούν, με
απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να
του καταβάλουν το ανωτέρω ποσό, η δε τέταρτη εναγόμενη να υποχρεωθεί να
καταβάλει το ποσό αυτό στους τρεις πρώτους, να υποχρεωθούν δε προς τούτο,
αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έκαστος και με το νόμιμο τόκο από την επίδοση
της παρούσας μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν στη δικαστική του
δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση
ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14 παρ. 2, 16 παρ. 12, 22 ΚΠολΔ),
κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667, 670 – 676, 681 ΚΠολΔ. Πλην
όμως κατά το μέρος που το ενάγων στρέφεται πλαγιαστικά κατά της ασφαλιστικής
εταιρείας (τέταρτης εναγόμενης) πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, αφού δεν
γίνεται καμία μνεία περί αδράνειας του οφειλέτη, στοιχείο που είναι
απαραίτητο να εκτίθεται για την πληρότητα του δικογράφου κατά την διάταξη του
άρθρου 216 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΔωδ. 368/2005, δημ. Νόμος, Α.Κρητικό, ό.π, παρ. 1901,
Νίκα σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 72, αρ. 1). Κατά τα
λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. 297,
298, 346 ΑΚ, 2, 4, 9, 10 ν. ΓπΝ/1911, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ καθώς και στις
προαναφερόμενες διατάξεις του γερμανικού δικαίου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη
αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 337 ΚΠολΔ.

Από το σύνολο των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται το ενάγον
αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Εξαιτίας αυτοκινητικού
ατυχήματος που έλαβε χώρα στις 29.7.1999 στην επαρχιακή οδό Αερολιμένα –
Ασγούρου, όπου ενεπλάκησαν από τη μία πλευρά ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το
με αριθμό κυκλοφορίας ….. ΔΧΕ (ΤΑΧΙ) αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, και από
την άλλη πλευρά ο δεύτερος εναγόμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας
….. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου, τραυματίσθηκαν η Τ.
Κ. και Λ. Κ.. Με την υπ` αριθ. 287/2005 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, η
οποία εκδόθηκε επί αγωγών και αντίθετων αγωγών μεταξύ των ανωτέρω
τραυματισθέντων και των εναγομένων, κρίθηκε τελεσίδικα ότι υπαίτιοι για το
ένδικο ατύχημα είναι ο πρώτος εναγόμενος κατά ποσοστό 30% και ο δεύτερος
εναγόμενος κατά ποσοστό 70%. Συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος η Τ. Κ. υπέστη
κάκωση δεξιά κνήμης και δεξιού άκρου ποδός, ενώ η ανήλικη Λ. Κ. υπέστη
οστεοσυνθετικό κάταγμα δεξιού μηρού (βλ. τις από 29.7.1999 ιατροδικαστικές
εκθέσεις του ιατρού Α. Σ.). Η τελευταία διεκομίσθη στο Γ.Ν.Ν Ρόδου, όπου
υπεβλήθη σε οστεοσυνθετική σύνδεση του κατάγματος και στη συνέχεια
νοσηλεύτηκε στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Λύμπεκ στη Γερμανία, από
30.9.1999 έως 2.10.1999, οπότε την 1.10.1999 υπεβλήθη σε επέμβαση
απομάκρυνσης υλικών και αφαίρεσης μετάλλου από το δεξί πόδι. Στις επόμενες
εβδομάδες είχε πόνο στο δεξί άνω σκέλος και εισήχθη στο Νοσοκομείο ατυχημάτων
του Αμβούργου, όπου νοσηλεύθηκε από 14.1.2004 έως 21.1.2004, υπεβλήθη σε
εγχείριση ανασύνθεσης δεξιού μηρού στις 15.1.2004 και συνεστήθη η χορήγηση
αντιβιοτικής θεραπείας. Στις 25.3.2004 υπεβλήθη στο ίδιο νοσοκομείο σε νέα
εγχείριση απολύμανσης μέσου δεξιού μηρού και νοσηλεύθηκε από 24.3.2004 έως
30.3.2004 ενώ συνεστήθη να γίνονται τακτικές κλινικές, ραδιολογικές και
εργαστηριακές εξετάσεις και φυσιοθεραπευτικές ασκήσεις. Εκ νέου νοσηλεύθηκε
στο ίδιο νοσοκομείο από 4.10.2004 έως 8.10.2004 και υπεβλήθη σε εγχείριση
απολύμανσης στις 5.10.2004 με τις ίδιες ως άνω συστάσεις. Υπεβλήθη σε ειδική
θεραπεία λόγω οστεομυελίτιδας και γι` αυτό εισήχθη στις 15.3.2005 στην
κλινική ………., όπου παρέμεινε μέχρι τις 5.4.2005.

Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος οι ανωτέρω παθούσες
ήταν ασφαλισμένες στο ενάγον, που τυγχάνει ταμείο υγειονομικής περίθαλψης και
είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Για τις δαπάνες νοσηλείας της ως άνω
ανήλικης – έμμεσα ασφαλισμένης το ενάγον κατέβαλε τμηματικά (όπως προκύπτει
από τις προσκομιζόμενες ηλεκτρονικές καταχωρήσεις) το ποσό των 7.214,43 ευρώ
για το διάστημα νοσηλείας από 23.8 έως 12.9.2000, το ποσό των 656,66 ευρώ για
αμοιβή αποκλειστικής νοσοκόμας από 23.8. έως 12.9.2000, το ποσό των 61,36
ευρώ για την προ-νοσηλεία στις 12.12.2000, το ποσό των 3.613,22 ευρώ για το
διάστημα νοσηλείας από 14.1. έως 21.1.2004, το ποσό των 3.097,22 ευρώ για το
διάστημα νοσηλείας από 24.3. έως 29.3.2004, το ποσό των 2.065,81 ευρώ για το
διάστημα νοσηλείας από 4.10 έως 8.10.2004, το ποσό των 1.374,4 ευρώ για το
διάστημα νοσηλείας από 15.3 έως 15.4.2005. Περαιτέρω το ενάγων υπολόγισε ότι
για την μεταφορά της ανήλικης προς νοσοκομειακή περίθαλψη στα εκάστοτε
νοσοκομεία διανύθηκαν συνολικά 960 χλμ προς 0,24 ευρώ για έκαστο διανυθέν
χιλιόμετρο, ήτοι συνολικά κατέβαλε στην ασφαλισμένη για έξοδα μετακίνησης το
ποσό των 230,40 ευρώ. Για έξι φυσιοθεραπείες δεξιού ποδός, όπως είχε
συσταθεί, οι οποίες έγιναν στις 25.9, 28.9, 4.10, 5.10, 9.10 και 12.10 στο
Κέντρο Φυσιοθεραπείας της Σαμπίνε Βιλεμάιτ στο Λύμπεκ, το ενάγον κατέβαλε το
συνολικό ποσό των 75,74 ευρώ. Ητοι το ενάγον κατέβαλε συνολικά για την Λ. Κ.
(έμμεσα ασφαλισμένο μέλος) το ποσό των 18.389,29 ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι
η Τ. Κ. λόγω της πολύωρης απασχόλησης με την ανήλικη θυγατέρα της το χρονικό
διάστημα από 10.8.1999 έως 3.9.1999, είχε ανάγκη καθημερινά, από την παρουσία
οικιακής βοηθού επί δύο ώρες, για την αμοιβή της οποίας το ενάγον κατέβαλε το
ποσό των 291,44 ευρώ. Περαιτέρω η ίδια λόγω του τραυματισμού της ήταν ανίκανη
για εργασία μέχρι τις 24.9.1999, οπότε της κατεβλήθη από το ενάγον το ποσό
των 265,66 ευρώ, ως επίδομα ασθενείας. Το κονδύλιο εκ ποσού 33,10 ευρώ που
κατεβλήθη για την αγορά τεχνικού ορθοπεδικού επιδέσμου πρέπει να απορριφθεί
ως ουσία αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκε η ανάγκη της εν λόγω αγοράς. Ως εκ
τούτου για την άμεσα ασφαλισμένη Τ. Κ. το ενάγον κατέβαλε το συνολικό ποσό
των 557,1 ευρώ. Ετσι το σύνολο των παροχών ανήλθε στο ποσό των 18.946,39
ευρώ, κατά το οποίο το ενάγον υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως από το νόμο στα
δικαιώματα των ασφαλισμένων του, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα
νομική σκέψη, και δικαιούται να το αξιώσει από τους τρεις πρώτους
εναγομένους. Με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν
μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να καταβάλουν στο
ενάγον, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 18.496,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο
από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κηρυσσομένης της παρούσας απόφασης
προσωρινά εκτελεστής για το ποσό των 9000, ευρώ, διότι η καθυστέρηση στην
εκτέλεση ως προς το ποσό αυτό μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στο ενάγον
(άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για
την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 505
παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε
βάρος των τριών πρώτων εναγομένων, κατά τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 2
ΚΠολΔ, σε αντίθεση με τα έξοδα της τέταρτης εναγόμενης που πρέπει να
επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, κατά τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των τριών πρώτων εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της
παρούσας απόφασης στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για έκαστο των έρημο
δικασθέντων.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την τέταρτη εναγόμενη.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της τέταρτης εναγόμενης σε βάρος του
ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους τρεις πρώτους εναγόμενους να καταβάλουν στο ενάγον, εις
ολόκληρον έκαστος, το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι
ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (18.946.39) με το νόμιμο τόκο από την επομένη
της επίδοσης της αγωγής.

Κηρύσσει την απόφαση, ως προς την προηγηθείσα διάταξη της, προσωρινά
εκτελεστή.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος σε βάρος των τριών πρώτων
εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα (560) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του στη Ρόδο, στις 31 Ιανουαρίου 2007, χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.

Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)

Αφήστε μια απάντηση