118/2014 ΕΦ ΔΩΔ ( 633364)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αυτοκινητικό ατύχημα. Με τελεσίδικη απόφαση ο εναγόμενος κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος
αυτοκινητικού ατυχήματος και ο ενάγων υπαίτιος κατά 20% για την έκταση των ζημιών επειδή
δεν φορούσε κράνος. Ο ενάγων κατέστη μονίμως ανάπηρος και ανίκανος να εργαστεί.
Απορρίφθηκε η αγωγή του για διαφυγόντα κέρδη και περαιτέρω ζημία μετά το 2007 ως προώρως
ασκηθείσα. Δεν ασκήθηκε για τα κονδύλια αυτά αγωγή εντός έξι μηνών. Επιμήκυνση παραγραφής.
Προϋποθέσεις. Παραγραφή. Εναρξη. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της παραγραφής νοείται η
γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού
της αποζημιώσεως. Το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος
της ζημίας, δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Νέα αυτοτελής παραγραφή αν
μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, που ήταν προηγουμένως
απρόβλεπτες και απροσδόκητες. Κρίθηκε ότι ο ενάγων από τότε που συνέβη το ατύχημα και λόγω
της σοβαρότητας του τραυματισμού του πληροφορήθηκε τους υποχρέους προς καταβολή της
αποζημίωσης για αποκατάσταση της ζημίας και τις συνέπειες και την έκταση της ζημίας,
ενεστώσας και μέλλουσας. Δεν επικαλείται ότι προέκυψε από τον τραυματισμό του δυσμενής
συνέπεια που ήταν από την αρχή απρόβλεπτη, Αντίθετα, επικαλείται ότι έχει περιέλθει από τον
τραυματισμό του και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής σε μόνιμη και διαρκή αναπηρία, ποσοστού
75%, χωρίς να αναμένεται περαιτέρω βελτίωση. Επικαλείται δηλαδή ότι γνώριζε τις συνέπειες του
τραυματισμού και την έκταση της ζημίας του μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο. Οι αξιώσεις
του όπως βελτιωμένη διατροφή, ιατρικές επισκέψεις, δαπάνες μετακίνησης, αγορά φαρμάκων,
φυσιοθεραπείες, φροντίδα από οικιακή βοηθό και απώλεια εισοδημάτων, ήταν προβλεπτές,
αναμενόμενες, κατά τους κοινούς κανόνες και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και γνωστές
στον ενάγοντα από την επέλευση του ατυχήματος, και δεν οφείλονται σε μεταγενέστερη
απροσδόκητη, κατά τα ιατρικά δεδομένα, δυσμενή εξέλιξη των παραπάνω σωματικών βλαβών του
και σε απρόβλεπτη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του. Δεκτή η ένσταση παραγραφής.
Εκκαλεί την 31/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Μεταβατικής Έδρας
Καρπάθου). Απορρίπτει αγωγή.
Αριθμός Απόφασης
118/2014
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σάββα Κυριακίδη, Πρόεδρο Εφετών, Γλυκερία Μουρίκη, Θεώνη
Μπούρη [Εισηγήτρια] και τη Γραμματέα Σταματία Ζανετούλη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Δεκεμβρίου 2013, για να δικάσει την ακόλουθη
υπόθεση:
Των Εκκαλούντων: 1) …., κατοίκου … Καρπάθου και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την
επωνυμία «…….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους ο 1ος
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Μιχαήλ Ιωαννίδη και η 2η δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Καραμιχάλη (αρ. γραμ. 11482 και 11629/2013 Δ.Σ.Ρ).
Του Εφεσίβλητου: …, κατοίκου Αιγύπτου, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του
Ιωάννη Γιαλλούση και ο οποίος ανακάλεσε την από 3-12-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2
Κ.Πολ.Δ. (αρ. γραμ. 11448/2013 Δ.Σ.Ρ).
Ο ενάγων (εφεσίβλητος) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (μεταβατική έδρα
Καρπάθου) κατά των εναγομένων (εκκαλούντων) την από 4.3.2010 και με αριθ. εκθ. κατ.
14/4.3.2010 αγωγή. Το δικαστήριο εκείνο με την με αρ. 31/2010 οριστική απόφασή του δέχθηκε
εν μέρει την αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης ασκήθηκε από
τους εναγόμενους η από 28.2.2011 με αριθ. εκθ. κατ. 42/1.3.2011 έφεσή τους, αντίγραφο της
οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ. εκθ. κατ. 55/1.3.2011. Για τη συζήτηση
δε αυτής ορίστηκε δικάσιμος η 13-1-2012 και μετά απ’ αναβολές αυτή που αναφέρεται στην αρχή
της παρούσας και γράφτηκε νόμιμα στη σειρά της στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά
της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά
τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 28.2.2011 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 42/1.3.2011 και αριθμό Εφετείου
55/1.3.2011) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ. 31/2010 αποφάσεως του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία επιλύσεως διαφορών
για ζημιές από αυτοκίνητο του άρθρου 681 Α΄ ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε
εν μέρει δεκτή η από 4.3.2010 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 14/4.3.2010 αγωγή του
εφεσιβλήτου, με την οποία ζήτησε αποζημίωση προς αποκατάσταση για μεταγενέστερο χρόνο (από
10.6.2007 μέχρι 4.3.2010), για τη θετική και αποθετική ζημία του λόγω του τραυματισμού που
υπέστη την 11.8.2000, κατά το περιγραφόμενο στην αγωγή ατύχημα, από το οποίο κατέστη
μονίμως ανάπηρος και ανίκανος να εργαστεί. Κατά της ως άνω αποφάσεως άσκησαν την υπό κρίση
έφεση οι εναγόμενοι και παραπονούνται για λόγους που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου κια εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνιση της
εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει
επίδοση της εκκαλουμένης στους εκκαλούντες, από την οποία να αφετηριάζεται η γνήσια
προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως (30ήμερη) ούτε και έχει παρέλθει τριετία από την έκδοση
της ίδιας αποφάσεως (20.12.2010) μέχρι το χρόνο καταθέσεως της εφέσεως (1.3.2011). Επομένως,
συνάγεται ότι η έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ.,
511 επ. του ΚΠολΔ, είναι και εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 – 2 του ίδιου Κώδικα, ως
ασκηθείσα προ πάσης επιδόσεως. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί
περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532
και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η
εκκαλουμένη απόφαση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι, σε
περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του
ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική παρούσα ή μέλλουσα,
αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και όσο η δικαστική της επιδίωξη είναι
δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες
ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του
υποχρέου προς αποζημίωση (ΑΠ 1907/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Γνώση της ζημίας για την έναρξη της
παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και της εκτάσεως
της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. ΄Ετσι, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει
και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες, που έχουν επέλθει ή
μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη
πορεία των πραγμάτων. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει
ακριβώς το μέγεθος της ζημίας, δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνο για
εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες, που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών ναπροβλεφθούν
-το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά – ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης.
Αν, όμως, μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες
προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση
αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους
συναφείας τους με την αδικοπραξία (ΑΠ 940/2001 Δνη 42.940). Εξάλλου, κατά την έννοια του
άρθρου 261 εδ. α`του ΑΚ, που ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, σε
συνδυασμό με το άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνον της
αποζημιώσεως, η επίδοσή της διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο
δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία (ΟλΑΠ 23/1994 Δνη 36.577). Επομένως, αν ασκηθεί
αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση ορισμένων από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την
αδικοπραξία, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αγωγή, μόνο οι ζημίες αυτές κατάγονται σε δικαστική
κρίση και μόνον ως προς αυτές διακόπτεται η παραγραφή της αξιώσεως. Εάν μεταγενέστερα
ασκηθεί άλλη κυρία αγωγή, περί καταβολής πρόσθετου ποσού αποζημιώσεως, από λόγους όμως
που μπορούσαν να προβλεφθούν εξ υπαρχής, δεν ισχύει για την αξίωση αυτή η διακοπτική ενέργεια
της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη με τη δεύτερη αγωγή πρόσθετη αποζημίωση είναι διάφορη
απαίτηση για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταχθεί στη δίκη με
την πρώτη αγωγή. ΄Ετσι, αν από το χρόνο γνώσεως από τον παθόντα των επιζήμιων συνεπειών
της αδικοπραξίας παρήλθε πενταετία, η αξίωση αποζημιώσεως που κατάγεται σε κρίση με τη
δεύτερη αγωγή, έχει υποκύψει στην παραγραφή (ΟλΑΠ 40/1996 Δνη 37.1534, ΑΠ 64/2011 Δνη
2011/1356, ΑΠ 52/2002 Δνη 43/761, ΑΠ 1239/2000 Δνη 43/95). Μόνον αν οι συνέπειες της
αδικοπραξίας δεν είναι δυνατόν να υπολογισθούν, όταν καθορίσθηκε το ποσό της αρχικής
αποζημίωσης, η παραγραφή της με τη δεύτερη αγωγή ασκούμενης αξιώσεως αρχίζει να διανύεται
από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και
την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής (ΑΠ 1365/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5390/2009 δημ.
ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α`ΑΚ, κατά την οποία «κάθε
αξίωση, που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, παραγράφεται
μετά από είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθ`εαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή ή
σε περίπτωση βεβαιώσεως με τελεσίδικη απόφαση της υπάρξεως αξιώσεως για θετική ζημία,
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, επέρχεται
καταρχήν επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1α ΑΚ σε εικοσαετή,
αρχόμενη από την τελεσιδικία και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως αποζημιώσεως, της
αναγόμενης σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Και τούτο,
γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην
απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα
δικαστική κρίση – η οποία είναι αναγκαία – για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του
παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η επιμήκυνση όμως του χρόνου της
παραγραφής, κατά τους όρους του άρθρου 268 ΑΚ, προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως,
που δεν έχει υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα παραγραφή, δεδομένου ότι η
τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το
μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεσθεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς
διακοπή κατ` άρθρο 261 ΑΚ (Ολ ΑΠ 24/2003 Δνη 44.1262, ΟλΑΠ 38/1996 Δνη 38.41, ΑΠ
935/2010, ΑΠ 2/2010 ΕΑ 138/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απόρριψη της αγωγής για το λόγο
ότι αυτή ασκήθηκε πρόωρα, αποτελεί λόγο μη ουσιαστικό, με την έννοια της ΑΚ 263. Κατά
συνέπεια, η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση τέτοιας αγωγής, θεωρείται κατ`άρθρο 263
ΑΚ σαν να μη διακόπηκε, εκτός αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, οπότε
η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 377/2009 Δ/νη
2010/388). Τέλος, κατά το άρθρο 10 του ν. 489/1976, όπως αυτό ίσχυε πριν από την
τροποποίησή του με το άρθρο 7 του Ν 3557/2007, η αξίωση του παθόντος από αυτοκινητικό
ατύχημα κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του
ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της
παραγραφής. Η ανωτέρω διάταξη, που ρυθμίζει ειδικά την αξίωση του παθόντος κατά του
ασφαλιστή, επικρατεί της γενικής διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ, η διετής δε παραγραφή καλύπτει
την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος και δεν εφαρμόζεται για την
απρόβλεπτη ζημία, που μπορεί να συμβεί σε επιδείνωση της υγείας απρόβλεπτη κατά τα ιατρικά
δεδομένα. Και για τη διετή αυτή παραγραφή ισχύουν τα ανωτέρω αναπτυσσόμενα για τη διακοπή,
αναστολή και επιμήκυνση της παραγραφής (ΑΠ 21/2012 ΝοΒ 2012/531, ΑΠ 1907/2007 δημ.
ΝΟΜΟΣ).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη
πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα
έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της
κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το ένδικο αυτοκινητικό
ατύχημα έγινε στην Κάρπαθο, την 11.8.2000 περί ώρα 10:00, στο ύψος του 2ου χιλιομέτρου της
επαρχιακής οδού ……. – Αεροδρομίου. Αποκλειστικώς υπαίτιος για το ατύχημα ήταν ο
πρώτος εναγόμενος, ο οποίος οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………… ΙΧΦ αυτοκίνητο
που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική
εταιρία και κινούμενος στην ως άνω επαρχιακή οδό με κατεύθυνση από το αεροδρόμιο προς την
πόλη της Καρπάθου, προκειμένου να εισέλθει σε πρατήριο βενζίνης που βρισκόταν στην αντίθετη
κατεύθυνση της οδού, παραβίασε τη διπλή διαχωριστική λωρίδα που υπήρχε στο οδόστρωμα και
εισήλθε κάθετα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της
υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………… δίκυκλης μοτοσυκλέτας, που οδηγούσε ο ενάγων και εκινείτο
στην κατεύθυνση από την πόλη της Καρπάθου προς το αεροδρόμιο. Κατά την παραπάνω
σύγκρουση τραυματίστηκε ο ενάγων, ο οποίος υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερής
μετωποκογχικής χώρας, συρραφέν, βλεφαρόπτωση, μυδρίαση αριστερής κόρης του οφθαλμού,
υπολειμματική κίνηση αριστερού άνω και κάτω άκρου, αιμορραγική εστία διαμέτρου 1 εκατοστού
στη δεξιά κάψα και μικρότερη, διαμέτρου 6 χιλιοστών, σε επαφή με το αριστερό ινιακό κέρας,
αιμορραγικά στοιχεία εντός των ινιακών κεράτων των πλάγιων κοιλιών και του υπαραχνοειδούς
χώρου και κάταγμα ρινικών και αριστερού κλάδου της κάτω γνάθου. Σην έκταση των σωματικών
του βλαβών ο ενάγων φέρει συνυπαιτιότητα, κατά ποσοστό 20%, διότι κατά το χρόνο του
ατυχήματος δεν έφερε, ως όφειλε, προστατευτικό κράνος. Αμέσως μετά το ατύχημα διακομίστηκε
στο Κέντρο Υγείας Καρπάθου και αυθημερόν στο Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, όπου
νοσηλεύθηκε επί σαράντα ημέρες, από τις οποίες δέκα ημέρες στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και
είκοσι ημέρες ήταν διασωληνωμένος, εξήλθε δε από το νοσοκομείο στις 21.9.2000 και ακολούθως
μεταφέρθηκε μέσω Αθηνών στο νοσοκομείο «…..» στο Κάιρο της Αιγύπτου, από όπου κατάγεται.
Από την πρώτη ημέρα της νοσηλείας του εμφάνισε αναπνευστική ανεπάρκεια, γιαυτό διενεργήθηκε
τραχειοστομία, καθώς και τραυματική οφθαλμοπληγία αριστερά και απώλεια όρασης. Εξαιτίας του
ως άνω τραυματισμού του ο ενάγων έχει υποστεί παράλυση ολόκληρης της αριστερής του
πλευράς και παρουσιάζει αστάθεια κατά τη βάδιση. Σύμφωνα με το από 2.6.2001 πιστοποιητικό
του ιατρού … …., η σωματική αναπηρία του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 75%, ενώ ο ίδιος
ιατρός στην από 2.12.2000 βεβαίωση εκτιμά τη σωματική του αναπηρία σε ποσοστό 70%. Επίσης,
στην από 2.3.2003 γνωμάτευση του ιδίου ιατρού βεβαιώνεται ότι ο ενάγων πάσχει από
υπολειμματική μόνιμη ανικανότητα, αριστερή ημιπαράλυση, ίλιγγο, διπλωπία και στραβισμό, με
σωματική αναπηρία 70%, ενώ είναι αναγκαία εγχείριση στον αριστερό οφθαλμό για την
αποκατάσταση του στραβισμού.
Τα ανωτέρω έχουν κριθεί τελεσιδίκως, α) ως προς μεν τον πρώτο εναγόμενο, με την υπ’ αριθμ.
24/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Μεταβατικής Έδρας Καρπάθου), που
έκρινε επί της υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 12/7.2.2002 αγωγής του ενάγοντος για
αποζημίωση κατά των ιδίων εναγομένων, η οποία κατέστη τελεσίδικη την 31.12.2006, οπότε
παρήλθε η οριζόμενη από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ τριετής από την έκδοση της άνω
αποφάσεως προθεσμία για την άσκηση εφέσεως, αφού δεν προκύπτει επίδοση αυτής στον πρώτο
εναγόμενο ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση και β) ως προς τους λοιπούς διαδίκους, με
την υπ’ αριθμ. 339/2005 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, που συνεκδίκασε τις ασκηθείσες
από τον ενάγοντα και τη δεύτερη εναγομένη εφέσεις κατά της προαναφερθείσας (24/2003)
πρωτοδίκου αποφάσεως, η οποία τελεσιδίκησε με την έκδοσή της (4.11.2005). Συνεπώς, τα όσα
κρίθηκαν με τις παραπάνω αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και τα ζητήματα της υπαιτιότητας, του
τραυματισμού του ενάγοντος, του χρόνου προκλήσεως του τραυματισμού του, καθώς και του
δικαιώματός του προς αποζημίωση, έχουν περιβληθεί την ισχύ δεδικασμένου, δεσμευτικού για το
παρόν Δικαστήριο (άρθρα 321 και 322 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Με τις παραπάνω αποφάσεις
επιδικάστηκε στον ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ως μηνιαία αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα,
λόγω της ανικανότητάς του για την εργασία του ηλεκτρολόγου που ασκούσε, εξαιτίας του ένδικου
τραυματισμού του, για το διάστημα από 11.8.2000 μέχρι 7.2.2002, μετά την αφαίρεση ποσοστού
20% της συνυπαιτιότητάς του, το ποσό των 15.300 ευρώ. Στη συνέχεια, επί της υπ’ αριθμ. εκθ.
καταθέσεως 26/7.6.2005 αγωγής του ενάγοντος εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 8/2008 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Μεταβατικής Έδρας Καρπάθου), η οποία επιδίκασε στον
ενάγοντα τελεσίδικα – αφού απορρίφθηκε η κατ’ αυτής ασκηθείσα έφεση με την υπ’ αριθμ. 72/2010
απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου – αποζημίωση λόγω θετικής και αποθετικής ζημίας, εξ αιτίας
του τραυματισμού του στο ένδικο ατύχημα, για το χρονικό διάστημα από 10.6.2005 μέχρι
10.6.2007, ενώ απορρίφθηκε ως πρόωρο το σχετικό αίτημα αποζημίωσης για μεταγενέστερο
χρονικό διάστημα, το οποίο σημειωτέον δεν προκύπτει ότι επαναφέρθηκε με νέα αγωγή του
ενάγοντος και δη εντός έξι μηνών από την έκδοση της ανωτέρω απορριπτικής αποφάσεως. Ήδη, ο
ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, ο χρόνος κατάθεσης της οποίας είναι στις 4.3.2010, αλλά δεν
προκύπτει πότε ακριβώς επιδόθηκε στους εναγομένους, οπωσδήποτε όμως μετά το χρόνο
κατάθεσης αυτής, ζητεί θετικές ζημίες και διαφυγόντα κέρδη για απώλεια εισοδημάτων λόγω
ανικανότητάς του προς εργασία, εξ αιτίας του τραυματισμού του στο ίδιο ατύχημα, για το χρονικό
διάστημα από 11.6.2007 μέχρι 4.3.2012.
Κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στις 19.10.2010, οι εναγόμενοι προέβαλαν ορισμένως
ένσταση παραγραφής, την οποία επαναφέρουν με σχετικό (πρώτο) λόγο εφέσεως, ήτοι της διετούς
παραγραφής από το χρόνο του ατυχήματος, κατ’ άρθρ. 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, ως προς τη
δεύτερη εναγομένη, και της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, ως προς τον
πρώτο εναγόμενο, καθόσον από τότε που συνέβη το ατύχημα (11.8.2000) και ο ενάγων
πληροφορήθηκε τους υποχρέους προς καταβολή της αποζημίωσης για αποκατάσταση της
επελθούσας ζημίας, συνεπεία του τραυματισμού του, οι συνέπειες του οποίου και η έκταση της
ζημίας, ενεστώσας και μέλλουσας, μπορούσαν έκτοτε να προβλεφθούν, μέχρι την άσκηση της υπό
κρίση αγωγής παρήλθε πενταετία χωρίς να μεσολαβήσει γεγονός διακοπής ή αναστολής της
παραγραφής. Ο ενάγων στην ένδικη αγωγή εκθέτει ότι συνεπεία του τραυματισμού, που υπέστη
κατά το ατύχημα, έχει καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 75%. Κατόπιν, με τις από 15.10.2010
έγγραφες προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση, την από 23.10.20110 προσθήκη και
αντίκρουση, αλλά και με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δεν επικαλείται, σε
αντίκρουση της ως άνω ενστάσεως των εναγομένων, ότι προέκυψε από τον τραυματισμό του
κατά το ένδικο ατύχημα και δυσμενής συνέπεια που ήταν από την αρχή απρόβλεπτη, π.χ.
επιπλοκές του τραύματος που απαίτησαν μη δυνάμενη να προβλεφθεί από την αρχή ιατρική
αντιμετώπιση, χειρουργική ή συντηρητική, ούτε άλλες μεταγενέστερες επιπτώσεις στη σωματική
του υγεία, ώστε σε περίπτωση αποδείξεώς της να υπόκειται η ένδικη με το ανωτέρω περιεχόμενο
αξίωση, σύμφωνα με αυτά που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, σε ιδιαίτερη παραγραφή, που
δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, το έτος 2010. Αντίθετα, επικαλείται
ότι αποδείχθηκε ότι έχει περιέλθει από τον τραυματισμό του και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής σε
μόνιμη και διαρκή αναπηρία, ποσοστού 75%, χωρίς να αναμένεται περαιτέρω βελτίωση, αφού
παρουσιάζει ανικανότητα και αδυναμία αριστερής πλευράς, διπλωπία, τρόμο, ίλιγγο, απώλεια
μνήμης και αστάθεια βάδισης, επικαλείται δηλαδή ότι γνώριζε τις συνέπειες του τραυματισμού και
την έκταση της ζημίας του μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 21.9.2000. Περαιτέρω
αποδείχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, που αναφέρονται σε βελτιωμένη διατροφή,
ιατρικές επισκέψεις, δαπάνες μετακίνησης, αγορά φαρμάκων, φυσιοθεραπείες, φροντίδα από
οικιακή βοηθό και απώλεια εισοδημάτων, ενόψει του είδους, της σοβαρότητας και της εκτάσεως
του τραυματισμού του, ήταν προβλεπτές, αναμενόμενες, κατά τους κοινούς κανόνες και τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων και γνωστές στον ενάγοντα από την 21.9.2000, ενώ δεν
οφείλονται σε μεταγενέστερη απροσδόκητη, κατά τα ιατρικά δεδομένα, δυσμενή εξέλιξη των
παραπάνω σωματικών βλαβών του και σε απρόβλεπτη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας
του, που άλλωστε ούτε ο ενάγων επικαλείται. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το
προβλεπτό των ενδίκων αξιώσεων, ενισχύεται και από την από 2.12.2000 γνωμάτευση του ιατρού
………….., διευθυντού του Νευροχειρουργικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Σουέζ Κανάλ, ο
οποίος βεβαιώνει ότι η αναπηρία του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 70%. Οι μεταγενέστερες από
2.3.2003, 22.11.2004 και 28.5.2005 γνωματεύσεις του ιδίου ιατρού, καθώς και η από 19.3.2013
γνωμάτευση των ιατρών….. και …., πιστοποιούν το πρόβλημα που ήδη υπήρχε. Άλλωστε, την εφ’
όρου ζωής πλήρη ανικανότητά του προς εργασία, καθώς και τη σοβαρότητα του τραυματισμού
του με τις εντεύθεν συνέπειες είχε επικαλεστεί ο ενάγων στην από 3.2.2002 πρώτη αγωγή του. Με
τα δεδομένα αυτά, εφόσον οι συνέπειες της αδικοπραξίας και του τραυματισμού του ενάγοντος,
συνακόλουθα και η έκταση της ζημίας του – κατά την έννοια αυτής που προσδιορίστηκε στη
μείζονα σκέψη- επομένως και οι ένδικες αξιώσεις του ήταν γνωστές στον ενάγοντα από την
21.9.2000 (όπως αναφέρει και ο ίδιος άλλωστε στην αγωγή του) και δεν οφείλονται σε
μεταγενέστερη απροσδόκητη, κατά τα ιατρικά δεδομένα, δυσμενή εξέλιξη των σωματικών βλαβών
του και σε απρόβλεπτη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του, κρίνονται βάσιμα τα όσα
επικαλούνται οι εναγόμενοι, με την ένσταση παραγραφής. Κατά συνέπεια, οι νέες (μεταγενέστερες)
αξιώσεις του ενάγοντος, που ασκήθηκαν με την κρινόμενη από 4.3.2010 αγωγή, κατά μεν της
δευτέρας εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας έχουν παραγραφεί λόγω παρελεύσεως διετίας από το
ένδικο ατύχημα, κατά δε του πρώτου εναγομένου λόγω παρελεύσεως πενταετίας από την
21.9.2000, οπότε ο ενάγων, κατά τα προεκτεθέντα, έλαβε γνώση της εκτάσεως της ζημίας του και
των προς αποζημίωση υποχρέων, η οποία συμπληρώθηκε πριν από την άσκηση της ένδικης
αγωγής, αφού – κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη – ούτε η άσκηση των προηγουμένων
αγωγών ούτε οι επιχειρηθείσες στο πλαίσιο εκείνων των δικών διαδικαστικές πράξεις διέκοψαν την
παραγραφή και τις μη περιλαμβανόμενες σ`εκείνες ένδικες αξιώσεις. Συγκεκριμένα, οι ένδικες
αξιώσεις του ενάγοντος έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, α) ως προς τον πρώτο
εναγόμενο, πριν από την τελεσιδικία (31.12.2006) της υπ’ αριθμ. 24/2003 αποφάσεως του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία εκδόθηκε επί της πρώτης αγωγής του ενάγοντος για
αποζημίωση κατά των ίδιων εναγομένων, η οποία (παραγραφή) συμπληρώθηκε στις 21.9.2005
(ήτοι πέντε έτη μετά τη γνώση της ζημίας και των υποχρέων) και β) ως προς τη δεύτερη
εναγομένη, πριν από την τελεσιδικία (4.11.2005) της υπ’ αριθμ. 339/2005 αποφάσεως του
Εφετείου Δωδεκανήσου, που συνεκδίκασε τις ασκηθείσες από τον ενάγοντα και τη δεύτερη
εναγομένη εφέσεις κατά της παραπάνω πρωτόδικης απόφασης, η οποία (παραγραφή)
συμπληρώθηκε στις 11.8.2002 (ήτοι δύο έτη μετά το ατύχημα). Οι προαναφερθείσες αποφάσεις,
που έκριναν επί προγενεστέρων αγωγών του ενάγοντος, δεν επιμήκυναν, κατ’ άρθρ. 268 εδ. α`ΑΚ,
σε εικοσαετή το χρόνο παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, κατά το μέρος που αυτές δεν είχαν
ασκηθεί, διότι η αρχική (διετής και πενταετής παραγραφή) είχε συμπληρωθεί πολύ πριν από την
άσκηση της ένδικης αγωγής. Έτσι, οι επίδικες αξιώσεις είχαν ήδη παραγραφεί πριν την τελεσιδικία
των ανωτέρω αποφάσεων, ενώ η τελεσιδικία, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν επιφέρει
αναβίωση των αποσβεσθεισών λόγω παραγραφής μεταγενεστέρων αξιώσεων. Επομένως, η υπό
κρίση αγωγή, με την οποία ασκούνται οι ως άνω αξιώσεις, είναι αβάσιμη, κατά τη βάσιμη και κατ’
ουσίαν ένσταση παραγραφής που πρότειναν οι εναγόμενοι. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι οι αγώγιμες αξιώσεις του ενάγοντος
δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και κατόπιν τούτου δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και
κατ’ ουσίαν, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το
βάσιμο περί τούτου σχετικό (πρώτο) λόγο της εφέσεως.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν – παρέλκει
δε η εξέταση των λοιπών λόγων της – να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και, αφού το Δικαστήριο
κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την ουσία της (άρθρ. 535 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως
κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να
συμψηφιστεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η
ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 31/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Μεταβατικής
Έδρας Καρπάθου).
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
Δικάζει την υπ’ αριθμ. εκθ. καταθέσεως 14/4.3.2010 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 11η Μαρτίου 2014 σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε
στο ακροατήριό του στη Ρόδο τη 12η Μαϊου 2014 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των
διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη γραμματέα.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π.Β.
Πηγή : Δίκτυο Νομικών Πληροφοριών Νόμος (www.lawdb.intrasoftnet.com)